Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα AMMOΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα AMMOΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

1/3/09

14. AMMOΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΣ





Της προσμονής στιγμές ίχνη απ’ του χρόνου οπλές…

*

Μια στενοχώρια, αν γίνει νέο παράθυρο, τι βλάφτει
που στου σπιτιού σου κάποιον τοίχο «χάραμα θ’ ανάφτει»;

Κάποιον, που αντάμα ευθύμησαν, κανείς τον λησμονάει.
Όμως ποτές αυτόν που κλάψαν, κάποτε, πλάι πλάι…

*

Πρέπει – άγιο και παράξενο – να κλείνει εντός του κάτι,
αφού, δάκρυα – και – θάλασσα, βαθιά τους κλειούν: το αλάτι…

*

Στη θεία δίψα Του ο Θεός, θα καταπιεί – με τ’ άλλα –
κι όλους εμάς, και κάθε δάκρυ, κάθε δροσοστάλα…

*

Του γιγαντένιου σου εαυτού είσαι συ μικρό κομμάτι,
δόντια και χείλια, που ζητάνε για ψωμί, κι ακόμα
το τυφλό χέρι που κρατάει την κούπα τη γιομάτη –
γυρεύοντας, απεγνωσμένα διψασμένο στόμα…

*

Αν μπόραγες ν’ ανέβεις πιο ψηλά
μισό μονάχα μέτρο: απ’ τους ανθρώπους,
απ’ τον εαυτό σου, χώρες, έθνη, τόπους,
ημίθεος, θα ’σουν τότε, αληθινά…

*

Αν ήμουνα στη θέση σου – που σ’ έχει απαυδημένο –
δέ θα έψεγα τα κύματα στης θάλασσας τη ράχη.
Ο Πλοίαρχος πολύπειρος, το πλοίο δοκιμασμένο,
και για όσα πάσχεις, τ’ άρρωστό σου φταίει, το στομάχι.

*

Ότι ποθώ να τ’ αποκτήσω κι ότι περιμένω,
Πιότερο αγαπητό, για μένα, από τ’ αποχτημένο.

*

Σ’ ένα απ’ τα νέφη αν κάθιζες, το μάτι δέ θα εμέτρα
τα σύνορα που ξεχωρίζουν χώρα απ’ άλλη χώρα
μήτε – δυο φάρμες που χωρίζει – τη λευκή την πέτρα.
Κρίμα, σε γνέφι ν’ ανεβείς, που δεν μπορείς, λίγη ώρα…

*

Εφτά αιώνες πριν, πετάξαν εφτά περιστέρια,
εφτά, και που οι φτερούγες τους σα χιόνι ήταν λευκές,
κι απ’ την κοιλάδα τη βαθιά ξανοίχτηκαν στα αιθέρια
να φτάσουν στις χιονόσκεπες, ψηλές βουνοκορφές.

Το πέταγμά τους, το κοιτούσαν συναγμένοι ομάδι,
άνθρωποι εφτά κι ένας γυρνά και λέει σε κάποιον άλλο
«Στου έβδομου περιστεριού διακρίνω, ένα σημάδι
πάνω στη μια φτερούγα του». Αυτό και τίποτ’ άλλο.

Και της κοιλάδας οι άνθρωποι τ’ αναθυμούντ’ ακόμα,
μόνο που ο χρόνος άλλαξε στα πράγματα μορφές,
για περιστέρια εφτά μιλούν με πίσσα-μαύρο χρώμα,
που φτάσαν στις χιονόσκεπες, ψηλές βουνοκορφές!...

*

Το φθινοπώρι πήρε κάθε λύπη
– κι όλες μαζί τις σύναξα – στερνά
στο χώμα που ’χω αφήσει γι’ ανθοκήπι
τις έθαψα βαθιά, πολύ βαθιά…

Κι όταν ο Απρίλης φάνηκε ξανά,
την άνοιξη, λουλουδιαστός και πάλι
να παντρευτεί τη γη – μια νέα φορά –
φυτρώσανε στον κήπο μύρια κάλλη!

Οι λύπες! βγήκαν όμορφα λουλούδια…
Αχ, λούλουδα γιομάτα από δροσιά.
Μυριόπλουμα – σα σμάρια πεταλούδια –
Ξεχωριστά από τ’ άλλα, στην πρασιά.

Το μάθαν οι γειτόνοι, κι όπου τρέξει…
και μ’ έπαιρνε καθένας λίγο χώρια,
να μάθουν για τη μαγική τη λέξη,
το που θα βρουν ανθιώνε τέτοιων σπόρια…

«Όταν θα ξαναρθεί το Φθινοπώρι,
θυμήσου μας στην άλλη τη σπορά.
Μας χρειάζονται και μας οι τέτοιοι σπόροι,
θέμε κ’ εμείς τέτοιων ανθιών χαρά!...

*

Τ’ άδειο μου χέρι, στους ανθρώπους σαν απλώνω: αλήθεια
δυστυχισμένος νιώθω, πίσω τίποτ’ αν δέ φέρει.
Μ’ απελπισιά μου πλημμυρίζει ολότελα τα βύθια,
που αρνούνται το – σαν τους απλώνω – ένα γεμάτο χέρι…

*

Την αιωνιότητα, πολύ, τη νοσταλγώ, πολύ·
γιατί θέ ν’ απαντήσω εκεί – στους άμετρους αιώνες –
όλα τα ποιήματά μου τα όσα δεν έχουν γραφεί,
κι όλες τις, που αζωγράφιστες εγώ ’χω αφήσει, εικόνες.

*

Η τέχνη, στάλες προς τη γη, τ’ ουράνιου «θείου μύρου»,
και βήμα, η Τέχνη, από τη Φύση στ’ αχανές του Απείρου…

*

Όσο κι αν στέραιο στον αιώνα, το έργο τέχνης, μένει·
μοιάζει με εικόνα από πάχνη που είναι καμωμένη.

*

Ακόμα, από κι αγκάθινα στεφάνια φτιάχνει χέρι
καλύτερο απ’ της τεμπελιάς, να τρώει που μόνο ξέρει…

*

Απ’ τα πολλά μας δάκρυα, τ’ αγιότερό μας δάκρυ
στάει στην ψυχή μας και ποτές απ’ των ματιών την άκρη.

*

Απ’ τους ρηγάδες ή τους σκλάβους που έζησαν ως τώρα,
κάθε άνθρωπος κατάγεται, μες σε όποια γη και χώρα.

*

Αν ο προπάπος του Ιησού, παλιά,
γνώριζε ποιον προ-φήτευε η σπορά του,
δέ θα ένιωθε έναν τρόμο στην καρδιά,
να ’ναι αυτός: ζύγι ζωής, ζύγι θανάτου!

*

Μάνα του Ιούδα, νάν’ η αγάπη
που για το γιό σου κλείς στα στήθια,
μικρότερη από της Μαρίας
προς τον Ιησού, πες την αλήθεια!

*

Τρία απ’ τα θαύματα του Ιησού δεν έχει η Βίβλος δώσει.
Το πρώτο που ήταν άνθρωπος όπως εσύ κι όλοι άλλοι.
Τ’ άλλο που πνεύμα πρόσφερε, και τρίτο: ότι ων εν γνώσει
της κοσμοκυριαρχίας του, ταπείνωσε κεφάλι…

*

Σύ Εσταυρωμένε: στην καρδιά μου σταυρωμένος πάνω·
με τα ίδια – που τα χέρια σου τρυπάνε – τα καρφιά
– τι κι αν από τα χείλη μου πόνου οιμωγή δέ βγάνω –
στα φυλλοκάρδια κι η δική μου σφάζεται η καρδιά.

Κι αύριο, στο Γολγοθά μου, αν ίσως πέσει ξένου βλέμμα,
να μάθει δέ βολεί καρδιών, δυο, π’ άνοιξε κρουνός,
μα θα σκεφτεί πως το, που τρέχει σαν ποτάμι, το αίμα
απ’ την καρδιά τη ματωμένη χύθηκε του ενός.

*

Για το Βουνό, ίσως θ’ άκουσες, που λένε Βλογημένο.
Στον κόσμο τ’ αψηλότερο Βουνό, μες στα βουνά,
Ψηλόκορφά του ν’ ανεβείς, αν ήταν μπορεμένο,
τότε τον πόθο θα ’νιωθες να κατεβείς ξανά.

Και να βρεθείς μ’ εκείνους όλους της ζωής την πάλη
που μάχοντ’ ακατάβλητοι και προς τον ουρανό
μπορούν, ψηλά να ορθώνουνε: περήφανο κεφάλι…
Να, γιατί τούτο, Βλογημένο λένε, το Βουνό!

*

Στις σκέψεις μου, που η έκφραση, σε φυλακή έχει βάλει,
μ’ έργα μου, πρέπει, λεφτεριάς φτερά να δώσω πάλι.

*************

13. AMMOΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΣ





Περίεργα: το βαθύ και το ψηλό
πιο κοντινή έχουν, μεταξύ τους, θέση
απ’ ότι το καθένα από τα δυο
σαν άξονος – γραμμή τους μπει, στη μέση.

*

Όταν μπροστά σου στάθηκα, σα διάφανος καθρέφτης,
μέσα μου κοίταξες εσύ κι είδες το πρόσωπό σου.
Και τότε, αυτό το «Σ’ αγαπώ» που μου ’πες δεν εσκέφτης
ότι στ’ αλήθεια αγάπαγες – σ’ εμένα – τον εαυτό σου.

*

Παύει να λέγεται αρετή – καλό ’ναι αυτό να ξέρεις –
το γείτονά σου ν’ αγαπάς, μόνο όταν γι’ αυτό χαίρεις…

*

Ο έρωτας, σαν δεν πετάει, καινούρια όλο βλαστάρια
πάει νεκρός κι αυτός μαζί με τ’ άλλα τα κουφάρια…

*

Δέ γίνεται τη νιότη, να ’χεις, και τη γνώση, πάλι.
Γιατί να ζήσει, θέλ’ η νιότη· που καιρός να μάθει…
Για γνώση, η γνώση, ψάχνοντας: λευκαίνει το κεφάλι.
Μη βρίσκοντας καιρό να ζει, μακριά ζει απ’ τ’ άλλα πάθη.

*

Στο παραθύρι, καθισμένος, βλέπεις τους διαβάτες
και ξαφνικά γυρνάς εδώθε - εκείθε το κεφάλι,
σαν βλέπεις απ’ αντικρινές να ξεπροβάλουν στράτες,
από τη μια καλογριά και πόρνη από την άλλη.

Και τότε απ’ άγνοιά σου μπορεί να πει εύκολα το στόμα,
«Πόσο καλή κ’ ευγενικιά, η μια, και πόσο πάλι
αισχρή κι άτιμη η δεύτερη· πόρνη ψυχή και Σώμα».

Μα αν δώσεις προσοχή, καλά σφαλίζοντας τα μάτια,
θ’ ακούσεις ξέμακρη φωνή – σαν ήχο από κρουστάλλι –
σαν ψίθυρο απ’ των ουρανών τα υπέρκοσμα παλάτια:

«Αναζητούν Εμέ κι οι δυο. Στην προσευχή ή στον πόνο.
Και των δυονών η διαλογή ψάχνει για κάποιο νεύμα,
τα πνεύματά των αυτή ενώνει σ’ ένα τόξο μόνο,
τα βέλη του που φτάνουνε μες στο δικό μου πνεύμα».

*

Στα εκατό χρόνια μια φορά, της Ναζαρέτ ο Ιησούς,
με τον Ιησού των Χριστιανών σμίγουνε για μια μέρα.
Να γλυκοκουβεντιάσουνε τους θεϊκούς σκοπούς,
σε κάποιο κήπο, εκεί στους λόφους του Λιβάνου, πέρα…

Μα φεύγοντας κάθε φορά, της Ναζαρέτ ο Ιησούς,
στων Χριστιανών τον Ιησού λέει τούτο, «Φίλε μου, άκου,
τρέφω στα βάθη μέσα μου φόβους αληθινούς
πως οι δυο εμείς για συμφωνία παλεύουμε του κάκου»…

*

Ο Θεός, που δύναται να κάνει τα όσα δεν έγινα,
του πλεονέχτη να χορτάσει, τέλος πια, την πείνα!...

*

Λένε ο μεγάλος άνθρωπος πως δυο καρδιές κατέχει.
Η μια ματώνει, μα κοντά είν’ η δεύτερη: π’ αντέχει…

*

Σαν κάποιος, ένα ψέμα ξεστομίσει,
που δέ βλάφτει ούτ’ εσένα ούτ’ έν’ άλλο,
μες στην καρδιά σου ψάχνοντας για λύση,
θα φτάσεις σε συμπέρασμα μεγάλο.

Πως το δικό του εκείνου σπιτικό
που κρύβει της ζωής του την αλήθεια,
είναι πολύ στενάχωρο, μικρό,
για φαντασίας γόνιμης τα πλήθια…

Γι’ αυτόν ήταν ανάγκη να τ’ αφήσει,
για χώρο ανάλογά του πιο μεγάλο,
και βρήκε τ’ αθώο ψέμα μόνο λύση.
Ψέμα, που να μη βλάφτει όμως τον άλλο.

*

Πίσω από κάθε πόρτα σφαλιγμένη
κρυμμένο πάντα βρίσκεται μυστήριο
και, κλειδαριών εφτά, μι’ αμπάρα δένει
και κόλαση και ψυχής καθαρτήριο…


12. AMMOΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΣ




Διαλέγουμ’ όλες τις χαρές μας και την κάθε θλίψη,
προτού, για να τις ζήσουμε, μας πέσουν, κάπου απ’ τα ύψη…

*

Ένας μοσότοιχος, και μόνο, τίποτ’ άλλο: η θλίψη,
που κήπους βλέπει ο άνθρωπος, σ’ όποια πλευρά του αν σκύψει…

*

Όταν να μεγαλώσ’ η λύπη σου ή η χαρά – λέει η μοίρα –
να γίνεται μικρότερος ο κόσμος, βλέπεις, γύρα…

*

Ο πόθος η μισή-ζωή, στου βίου μας την πορεία
και είναι μισός – θάνατος, η απλή αδιαφορία…

*

Αυτό, τη σημερνή μας λύπη πιο μικρή, που κάνει
της χτεσινής μας της χαράς η θύμιση-βοτάνι…

*

Μου λένε, «Ανάγκη τώρα να διαλέξεις
του κόσμου τούτου αν θέλεις τις χαρές
ή τ’ άλλου, που μια μόνη εκφράζει λέξις:
«γαλήνη», τώρα πες σε μας ποιες θες».

Γι’ απόκριση, να, ο λόγος ο δικός μου,
«Διάλεξα και τα δυο – με λίγο νου –
Ποθώ και τις χαρές αυτού του κόσμου
και τη γαλήνη θέλω τ’ αλλουνού.

Γιατί η καρδιά μου ξέρει ότι ένα ποίημα
έγραψεν ο Μεγάλος ο Ποιητής,
μα είναι ποίημα τέλειο και στη ρίμα
μα και στο μέτρο τέλειο – αποξαρχής –».

*

Η πίστη είναι μια όαση, μες στης καρδιάς τα βάθη,
που όποιος: του νου το καραβάνι πάρει – δέ θα μάθει…

*

Ψηλά, στο μπόι στου φτάνοντας, πέφτεις στ’ άφταστα εκείνα
το να ποθείς πόθο που σ’ άλλον πόθο θα σε βγάλει,
το να πεινάς μα μοναχά για πιο μεγάλη πείνα,
και να διψάς, για κάποια δίψα απείρως πιο μεγάλη…

*

Τα μυστικά σου αν μπιστευτείς, κάποτε, στον αγέρα
να μην τον ψέξεις που τα λέει, κι αυτός, στα δέντρα πέρα.

*

Άνοιξης λούλουδα: όνειρα που η χειμωνιά μας στέλνει
λόγια, που στα συμπόσια τους, αντάλλαζαν οι αγγέλοι.

*

Στο κρίνο είπ’ η νυφίτσα, «Δες γοργά
πως τρέχω και πηδώ πάνω στο χώμα,
αυτό που εσέν’ ακούνητο κρατά
και σε μποδά και να σουρθείς ακόμα».

Κι ο κρίνος στη νυφίτσα λέει, «Ω, εσύ,
στα θαυμαστά τα γοργοβήματά σου,
φόρτωσε, ευγένεια πόχεις περισσή,
και γρήγορα από μπρος μου, αν θέλεις χάσου».

*

Πληροφορίες καλύτερες, αν θες, για δρόμου αγώνες,
κάλλιο: λαγούς να μη ρωτήσεις – ρώτησε χελώνες…

*

Κάτι – σοφό – της φύσης λεν τα χείλη
– παράξενο – τα πλάσματα όλ’ αυτά,
χωρίς σπονδυλική, που ζούνε, στήλη,
να ’χουν καβούκια από τα πιο σκληρά…

*

Αυτός που φλυαρεί και πιο πολύ,
είναι λιγότερο έξυπνος· συνάμα:
στο ρήτορα και στον πληστηριαστή,
διαφορά: που υπάρχει; Σε ποιο πράμα;

*

Ευγνώμων νοιώθε πάντα εσύ, που δέ χρωστάς τη ζήση
στ’ όνομα του πατέρα σου, στου θειού σου τη διαθήκη,
μα πιότερο που ούτε κανείς μια ζήση δέ θα στήσει
στ’ όνομα και στα πλούτια σου, να τα ’χειρότερο δεκανίκι…

*

Ταχυδακτυλουργός ξεχνάει σ’ εμέ τα χρέη του όλα τ’ άλλα
και μόνο μου φωνάζει «βοήθεια» σαν χαθεί του η μπάλα…

*

Ο φθονερός, δεν ξέρει ο δόλιος, πως του φθόνου η χλεύη
ανυποψίαστά του επαίνους μου επιδαψιλεύει…

*

Στης μάνας σου, του κάθε ονείρου, χρόνια ήσουν τη σφαίρα,
ωσότου, για να σε γεννήσει, ξύπνησε μια μέρα…

*

Όλο το σπέρμα της φυλής πουλί που έχει φωλιάσει,
στη νοσταλγία, της μάνας σου, για τα παρθένα δάση…

*

Η μάνα κι ο πατέρας μου, παιδί
πόθησαν, κ’ έτσι γέννησαν εμένα.
Μα όποιος πατέρα, μάνα, λαχταρεί
τη νύχτα και τη θάλασσα έχει γέννα…

*

Απ’ τα παιδιά μας μερικά, δικαιολογία μας, μόνο…
Και τ’ άλλα είν’ η μετάνοια μας, για λίγο φως στο χρόνο…

*

Σαν έρθ’ η νύχτα και σε βρει στο νου σκοτεινιασμένο,
πλάγιασ’ εκούσια σκοτεινός και μείν’ εκεί στο χώμα.
Το χάραμα, αν συ σκοτεινός μένεις στα βάθη ακόμα
σήκω κ’ εκούσια, «σκοτεινός ακόμα είμαι» πες για αίνο.

Ανόητο να υποκρίνεσαι, στη νύχτα και στη μέρα.
Κι οι δυο τους, κοροϊδεύοντας, θέ να σε διώξουν πέρα.

*

Ομιχλοσκέπαστο κι αν είναι το βουνό
μικρό λοφάκι δεν μπορεί να γίνει.
Και βροχερό, η βελανιδιά, καιρό
δέ γίνεται μια ιτιά: που δάκρυα χύνει…



11. AMMOΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΣ



Απ’ τα μυστήρια της ζωής, σαν τα ’χεις όλα λύσει,
ποθείς το θάνατο – ύστερο μυστήριο της – να δεις.
Η ανατολή της γέννησης και του θανάτου η δύση
εκφάνσεις μιας γενναιότητας, της πλέον ευγενικής…

*

Φίλε μου, εμείς θα μείνουμε δυο ξένοι στη ζωή,
ξένοι κι ο ένας με τον άλλο και του εαυτού μας ξένοι,
ως την ημέρα π’ ο ένας τ’ άλλου ακούοντας τη φωνή –
απ’ το δικό του το ίδιο στόμα, θέ να πει, πως βγαίνει…

Κι ως την ημέρα που κ’ εγώ θα ’ρθω σου αντικριστά
κι ως η ματιά του ενός μας στ’ άλλου τη μορφή θα πέφτει,
άλλο δέ θα πιστέψουμε, μα ότι ’μαστε μπροστά
κι αντικαθρεφτιζόμασται σε κρουσταλλοκαθρέφτη.

*

Μου είπανε, «Του εαυτού σου αν είχες γνώρα
θα ένιωθες τους ανθρώπους». Μα στα βάθη
τους άλλους, αν γνωρίσω – ξέρω τώρα –
πως και τον εαυτό μου θα ’χω μάθει…

*

Ο άνθρωπος είναι δυο άνθρωποι, ο άγρυπνος στο σκοτάδι
κι ο άλλος στο φως, μα που βυθάει σ’ ύπνου ονειρομαγνάδι…

*

Είν’ αυτός, που του κόσμου μας τα χίλια-δυό κομμάτια
διέγραψε και Ερημίτης έγινε, αν το θες…
Και τώρα σ’ ολοκληρωμένο κόσμο ανοίγει τα μάτια.
Διαβαίνει σ’ ένα κόσμο πέρα δίχως διακοπές.

*

Ανάμεσα στο δάσκαλο και στον ποιητή ’ναι αυτός:
κάμπος! Κοιλάδα πράσινη – θεού χαρά η μορφή της –
Σαν την περάσει ο δάσκαλος γεννιέται ένας σοφός…
Σαν την περάσει ο ποιητής γεννιέται ένας προφήτης…

*

Των φιλοσόφων γνώρισα τα χάλια
σαν κουβαλούσαν, χτες, στην αγορά
μες σε καλάθια τα ίδια τους κεφάλια
και τα διαλαλούσαν δυνατά.

«Εδώ η σοφία! Για πούλημα σοφία!»
Φιλόσοφοι φτωχοί, σαν τι ωφελεί
κάποιον που για να θρέψει καρδιά μία,
το δύστυχο κεφάλι του πουλεί…

*

Κάποτ’ είπ’ ο φιλόσοφος στο σκουπιστή του δρόμου,
«Λυπάμαι σε, είναι βρώμικη η δουλειά σου και σκληρή».
Κι ο σκουπιστής του δρόμους λέει, «Λάβε το φχαριστώ μου,
μα – Κύριε – τη δουλειά σου κάποιος να ’ξερε, μπορεί;»

Κι είπ’ ο φιλόσοφος, «Το νου, σπουδάζω, στους ανθρώπους.
Τους πόθους τους ανθρώπινους και κάθε ανθρώπου πράξη».
Και τότε ο σκουπιστής, γελώντας, ξέχασ’ όποιους κόπους
και λέει, «Εγώ λυπάμαι εσέ», και που πια να στενάξει…

*

Αλήθειες, που τολμάει ν’ ακούσει είναι κι αυτός μεγάλος,
όσο κ’ εκείνος, που τολμάει να τις φωνάξει, ο άλλος…



5. Άμμος και αφρός

Που να χωρίζει την ανάγκη από την πολυτέλεια,
ποιανού μπορεί, γραμμή να κάνει χέρι, να δει μάτι;
Οι άγγελοι μόνο το μπορούν μα και το κάνουν τέλεια.

Σοφοί όμως είναι οι άγγελοι και ποθυμιές γεμάτοι.
Ίσως άγγελοι οι πιο καλές μας σκέψεις είναι, μόνες
που μες σ’ αιθέρα αυτές πλανιούνται φωτερούς λειμώνες.

*

Πρίγκηπας, ο πραγματικός, εκείνος είναι πο ’χει
στήσει το θρόνο σ’ ασκητή καρδιά, μικρούλα κώχη…

*

Πιότερα, αν δώσεις τ’ αλλουνού, απ’ όσα εσύ μπορείς,
της γενναιοδωρίας σου – εκφράζει αυτό – τον πλούτο.
Μα, απ’ τις ανάγκες σου πιο λίγα, σαν εσύ ζητείς,
στεφάνι δόξας, στην περφάνια τη δική σου, ετούτο…

*

Αληθινά: συ δέ χρωστάς τίποτα σ’ άνθρωπο ένα.
Τα πάντα όμως οφείλεις σε ό λ ο υ ς, τι όλοι πρόσφεραν για σένα…

*

Στο παρελθόν, όσοι έζησαν, μαζί μας ζουν κ’ εκείνοι,
κι οικοδεσπότης άξενος, ποιος μας, θέλει να γίνει;

*

Κείνος που θέ τα πιο πολλά και πιο τα λαχταρίζει,
εκείνος και περσότερο ζει, και ζωή χαρίζει…

*

Μου λένε πως, «Στο χέρι ένα πουλί
με δέκα αξίζει που είναι στον αγέρα».
Κ’ εγώ απαντώ, «Αξίζουν πιο πολύ
δέκα πουλιά ή φτερά, που φεύγουν πέρα»…

Γιατί και το φτερούγι που ζητείς
είν’ η ζωή: με πόδια φτερωμένα.
Τι λέω· είναι το λάμπασμα της ζωής
που δεν πρέπει να σβήεται από κανένα!...

*

Πρωταρχικά στοιχεία δυο: η Ομορφιά και η Αλήθεια,
υπάρχουν, κι όλα σβήνουνε μπροστά στις δυο αυτές, μόνες.
Η Ομορφιά που κλείνεται μες στου εραστού τα στήθια,
κι η αλήθεια, με των εργατών – που οργώνει – του μυώνες…

*

Σκλάβο της με κρατάει, και μόνο, η ομορφιά η μεγάλη.
Μα η μεγαλύτερη – από αυτήν – μ’ ελευθερώνει πάλι…

*

Πιο φωτερή, η ομορφιά, μες στην καρδιά
κείνου που για ομορφάδα λαχταρίζει,
παρά μέσα σε κείνου τη ματιά
την ομορφιά που εμπρός του – κει αντικρίζει…

*

Σ’ εκείνον, στέκω εμπρός με θαυμασμό,
τη σκέψη του σ’ εμέ που φανερώνει.
Κι αυτόν που τα όνειρά του, λέει, τιμώ.
Μα απλώνω, δισταγμού ή ντροπής, σεντόνι
τον, που με υπηρετεί, να μην κοιτώ…

*

Ένδοξοι, όσοι ’χαν πριν έμφυτα-δώρα,
υπηρετούσαν πρίγκηπες τρανούς,
Κι όμως τιμές διεκδικούν και τώρα
που δεν υπηρετούν παρά φτωχούς…

*

Οι άνθρωποι οι πρακτικοί – το ξέρουν όλοι οι αγγέλοι –
με του ονειροπαρμένου ιδρώτα: «βγάζουν το καρβέλι»…

*

Το χιούμορ είναι μάσκα – που συχνά –
Που αν βγάζοντάς την δεις με γρηγοράδα,
μια θυμωμένη διάνοια θα κρατά
ή κάποια φιλοπαίγμονη εξυπνάδα…

*

Κι αυτόν που με κατανοεί, κι αυτόν που δέ με νιώθει,
τους δικαιώνω και τους δυο μ’ άλλο μετράνε «γνώθι»…

*

Μονάχ’ αυτοί που στην καρδιά κλειούν μυστικά, κ’ εσένα
τα μυστικά μες στην καρδιά σου βρίσκουν τα κρυμμένα…

*

Εκείνος που μοιράζεται χαρές που είχες εσύ
μα ξεμακραίνει όταν του πόνου έρθει η κακή στιγμή σου,
θέ νάρθει η ώρα που θα ψάχνει και που δέ θα βρει:
κλειδί, της μιας απ’ τις εφτά πύλες, του παραδείσου…

*

Ναι, βρίσκεται η Νιρβάνα. Εκεί στο πράσινο λιβάδι
που βόσκεις το κοπάδι σου. Στην ερημιά του δάσου.
Την ώρα που νανούρισμα, στο βρέφος λες, σα χάδι.
Και στη γραμμή την τελευταία, σαν γράψεις το ποίημά σου.


10. AMMOΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΣ




Όλοι οι μεγάλοι, που έχω ακούσει ή με τα μάτια μου είδα,
κάτι μικρό ’χαν – σύμφυτο – στο τέλειο μια κηλίδα.
Κι ήταν, εκείνο το μικρό, σ’ αυτούς πουχ’ εμποδίσει
την τρέλα, την αυτοκτονία ή την αδράνεια, ως λύση…

*

Είναι οι πραγματικά – κι αυτούς λέω ανθρώπους μεγάλους –
που δεν εξουσιάζονται κι ούτ’ εξουσιάζουν άλλους…

*

Δεν βρίσκω, το καλό και το κακό
πως δεν τραβούν τον άνθρωπο απ’ τη μύτη,
αφού σκοτώνει με ίδιο λογικό,
μαζί με το φονιά και τον προφήτη…

*

Έπεσ’ η ανεχτικότητα ερωτοχτυπημένη
στη νόσο της αλαζονίας, π’ άρρωστος δεν βγαίνει…

*

Θα υποχωρήσουν τα σκουλήκια. Μα, περίεργο! ακόμα
Κι οι ελέφαντες, γονατιστοί – θα – πέσουνε, στο χώμα…

*

Η ασυμφωνία, μπορεί να ’ταν η πιο ευθεία στράτα
που δυο σκέψεις θα ένωνε, κάποιος αν την περπάτα…

*

Είμαι τα δυο, που το ένα – του άλλου πεινασμένο μένει:
είμαι η φλόγα η δυνατή κι η σκούπα η ξεραμένη…

*

Όλοι για την κορφή του ιερού βουνού.
Το παρελθόν, για χάρτη, αν πάρουμε όμως
– αντίς για οδηγητή του καθενού –
τάχα δέ θα ’ναι πιο μικρός ο δρόμος;

*

Παύει η σοφία, σαν γενεί πολύ
περήφανη που να μη χύνει δάκρυ
ή, που να μη γελάει, σοβαρή –
ή ατομικίστρια: π’ όλους πάει στην άκρη…

*

Αν θα γιομίσω τον εαυτό μου μ’ όλη σου τη γνώση,
ποιο χώρο θα ’χω, ή άγνοιά σου να χωρέσει, η τόση…

*

Από τους φλύαρους, τη σιωπή πήρα για διδαχή,
διδάχτηκ’ από τους κακούς το τι ’ναι καλοσύνη,
κι από τους μη ανεχτικούς: να δείχνω εγώ ανοχή.
Κι όμως, σε τέτοιους δάσκαλους, δέ νιώθω ευγνωμοσύνη…

*

Φανατικός; Φανατικός είν’ ένας ρήτορας κουφός…

*

Του φθονερού: μεγάλο, κάνει η σιωπή του, σάλο…

*

Σαν έφτασες στην άκρη αυτών: που πρέπουνε της γνώσης,
θέ να ’σαι στην αρχή εκείνων που πρέπει να τα νιώσεις…

*

Υπερβολή ’ναι κάποια αλήθεια, που βγάζουν θυμωμένα στήθια.

*

Αν βλέπεις μόνο όσα το φως σου τα φωτίζει πλέρια,
κι ακούς τα ψιθυρίσματα των γήινων ήχων μόνο,
τότε ποτέ δέ θ’ αντικρίσεις τ’ άυλα περιστέρια,
κι ούτε θ’ ακούσεις τις πληγές, τ’ ανθρώπου, και τον πόνο…

*

Το γεγονός η αλήθεια εκείνη που γένους ουδετέρου εγίνη.

*

Δεν το μπορείς: και να γελάει πραγματικά το στόμα,
και μέσ’ στα φυλοκάρδια σου να ’σαι κακός, ακόμα…

*

Αυτοί που είν’ στην καρδιά μου πιο κοντά
και θα ’θελε η ψυχή μου να τους ξέρει:
έναν, χωρίς βασίλειο, βασιλιά,
κ’ έναν φτωχό χωρίς ζήτουλα χέρι…

*

Τη ντροπαλή αποτυχία, καθείς, πιο πάνω βάζει
απ’ την επιτυχία που γύρω κράζει κι αλαλάζει…

*

Όπου κι αν σκάψει θησαυρό μπορεί κανείς να βρει,
φτάνει με πίστη χωρικού να σκάβει μες στη γη…

*

Κυνηγημένη από είκοσι σ’ αλόγατα καβάλα,
και τσούρμο είκοσι σκυλιών, η αλεπού θα πει,
«Θα με σκοτώσουν σίγουρα. Μα από μυαλό μια στάλα
δεν πρέπει να ’χουν οι άνθρωποι, κι ούτε σταλιά ντροπή.

Γιατί αλεπούδες είκοσι, καβάλα σε γαϊδούρια,
θ’ άξιζ’ ο κόπος; (σίγουρα όχι – ποιο το κέρδος τάχα)
μ’ είκοσι λύκους συνοδειά, να τρέχουνε με φούρια
στο τέλος για να πιάσουν έναν άνθρωπο μονάχα…»
*

Στους νόμους που εμείς φτιάξαμε, νους σκύβει, ο νους και μόνο·
ποτέ η ψυχή μας δέ λυγίζει όσο κι αν πάσχει χρόνο…

*

Θαλασσοπόρος, ταξιδιώτης είμαι· κάθε μέρα
που νέους κόσμους στης ψυχής βρίσκω, όλο, τη σφαίρα…

*

«Ήτανε δίκαιος πόλεμος…» φωνή η γυναίκα βγάνει,
«…ο γιός μου αφού έπεσε σ’ αυτόν!» κι η εξήγησή της φτάνει.

*

Προς τη Ζωή, τα λόγια αυτά φώναξα, ονείρου-δύτης:
«Θέλω να μιλάνε, ν’ ακούσω, φθόγγους του Θανάτου»,
και δυναμώνοντας, η Ζωή, πιότερο τη φωνή της:
«Τον άκουσες! τώρα μιλάει κι είν’ αυτή η λαλιά του».


9. AMMOΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΣ




Αξιοδάκρυτος, αυτός – κι όλους περνά σ’ ασκήμια –
που για χρυσάφια τα όνειρά του ξεπουλάει, κι ασήμια…

*

Όλοι μας σκαρφαλώνουμε ψηλά,
στις κορυφές που μας καλούν οι πόθοι
που, ανθρώπινη η καρδιά, γεννοβολά,
και, ανθρώπινη κι η σκέψη μας, τους κλώθει…

Μα αν τύχει σου, αναβάτης πλαϊνά
να κλέψει και σακίδιο και πουγγί σου
τότε θα τον τραβάει πιο βαριά
– λυπήσου τον – το βάθος της αβύσσου.

Θέ να ’ναι δυσκολότερο, γι’ αυτό,
τ’ ανέβασμα – σε βάρος και σε τρόμο –
και θα του κάνει, ακόμα πιο φριχτό
και πιο μακρύ, τον δύσκολο το δρόμο.

Κι αν συ, ναι, με το ισχνό σου το κορμί
δεις τη βαριά του σάρκα να σπαρτάρει,
βόηθα τον με μια κίνηση γοργή,
γιατί προς σε, η βοήθειά σου, είναι χάρη…

*

Τον άνθρωπο να κρίνεις, πάρα πέρα
δεν το μπορείς, απ’ όση του ’χεις γνώση.
Μα κι αν τον «ζήσεις» χρόνια, νύχτα μέρα,
η γνώση σου γι’ αυτόν: μικρούλα τόση…

*
Αυτός που με καταχτητή στέκει φωτοστεφάνι
κήρυγμα σε καταχτημένους – ας μην ακούω – να κάνει…

*

Λεύτερος είν’ αληθινά, ο σκλάβος απ’ τους δυο,
που της σκλαβιάς καρτερικά σηκώνει το φορτίο…

*

Πριν χίλια χρόνια ο γείτονά μου τούτα μου ’χε πει:
«Μισώ τη ζωή, γιατί ’ναι πόνος, μες σε πόνου ντύμα».
Κι από το κοιμητήρι, χτες περνώντας, είδα εκεί
τη ζωή κύκλους-χορού να φέρνει, στο δικό του μνήμα…

*

Οι πόθοι και της φύσεως οι αγώνες, δεν είν’ άλλοι:
την αταξία – αγωνίζεται – σε τάξη πώς να βάλει…

*

Μια θύελλα βουβή ’ναι η μοναξιά
που των νεκρών μας κλώνων σπάει τα πλήθη,
μα της ζωής τις ρίζες πάει βαθιά
στη ζωντανή καρδιά, στης γης τα στήθη…

*

Κάποτε μίλησα στο ρυάκι για θαλάσσια πλάτη,
κι ήβρε τα λόγια απίθανα και φαντασίας γέννα.
Κι είπα στη θάλασσα για ρυάκι, κ’ έστρεψε την πλάτη,
νομίζοντας: κακόβουλο δυσφημιστή του, εμένα…

*

Πόσο κοντόθωρα, η ματιά θωρά,
που στης ζωής το κύλισμα, του μύλου,
τιμά των μυρμηγκιών την αργατιά,
αντίς για το τραγούδισμα του γρύλλου…

*

Κάθε αρετή του κόσμου μας κι ότι πολύ μεγάλο
στ’ ασήμαντα, ίσως τα περνούν, σε κάποιο κόσμο άλλο.

*

Το πιο βαθύ και πιο ψηλό – περίσσα –
τραβάνε στα βαθιά ή ψηλά, ολόισα.
Σε κύκλους το ενδιάμεσο, και μόνο,
να γυροφέρνει, δύναται, στο χρόνο…

*

Με μια άλλη αντίληψη σταθμών – προς τα δικά μας μέτρα –
κατάπληξη ή και δέος θα εδόνει της ψυχής το σπήλιο,
μπρος στη μικρή πυγολαμπίδα ή μια μικρούλα πέτρα,
το δέος: μπρος στ’ αψηλά βουνά, για απέναντι στον ήλιο…

*

Της επιστήμης – υπηρέτης, δίχως φαντασία
μοιάζει μ’ ακόνιστα μαχαίρια φουκαρο-χασάπη
και που ζυγιά ’χειρότερο χαλασμένα· μα ποια η σημασία!
για μας που «χόρτο να μας τρέφ’ η μόνη μας αγάπη»…

*

Σαν τραγουδάς και βασανίζεται άλλος από πείνα,
με, αφτιά του στομαχιού, θ’ ακούει τα τραγούδια εκείνα…

*

Δεν είναι: πιο κοντά στους γέρους του θανάτου η πνοή,
απ’ ότι στους νεογέννητους. Μα το ίδιο κι η Ζωή…

*

Σαν πρέπει ειλικρινής να γίνεις: βρες κι ωραίο τρόπο.
Αλλιώς, τη γλώσσα κράτησε και κλείδωσε το στόμα,
τι κάποιος, από τέτοια αιτία – στο δικό μου τόπο –
ψυχομαχά, κι αλίμονο τον καρτερά το χώμα…

*

Κάθε κηδεία, για τους ανθρώπους, δύναται – επιτέλους –
να ’ναι: στους ουρανούς γιορτή και γάμος στους αγγέλους…

*

Νεκρή, μια ξεχασμένη αλήθεια – χώμα για το χώμα –
μπορεί με τη διαθήκη της, ν’ αφήσει, αντίς για χρήμα
πραγματικότητες – χιλιάδες – γεγονότα – ακόμα –
που σπαταλιούνται να υψωθεί τύμβος της πά στο μνήμα…

*

Με τον εαυτό του ουσιαστικά μιλάει κανείς, μα πάλι
κάποτε δυνατά μιλάει και τότε ακούνε κι οι άλλοι…

*

Το «ολοφάνερο» είν’ αυτό που ούτ’ ένας θα «διαβάσει»
ως να βρεθεί – μ’ απλά του λόγια – κάποιος να το εκφράσει…

*

Αν μέσα μου δεν έκλεινα τον Γαλαξία, πως τώρα
θα το μπορούσα να τον δω, και πως θα του είχα γνώρα;

*

Γιατρός κ’ εγώ, μ’ άλλους γιατρούς – της λογικής λέει νόμος –
να το πιστέψουν, δεν μπορούν, πως είμαι κι αστρονόμος!

*

Το λεξικό της θάλασσας, ίσως «μαργαριτάρι»
να λέει· για το κοχύλι…
Κι ίσως, τ’ απλό το κάρβουνο «διαμάντι» να ’χει χάρη
(του χρόνου) να τ’ ορίζουν χείλη…

*

Φήμη, είν’ η σκιά που απλώνεται, να κατακτήσει βάθος,
απ’ ένα – που όλο προς το φως κοντοζυγώνει – πάθος…

*

Τ’ άνθη λατρεύουν το φως, μαδούν στη σκιά τη γκρίζα,
μα «φήμης φως» περιφρονεί, τ’ ανθί που λένε «ρίζα»…

*

Την επιστήμη άλλοι λατρεύουν – τη θρησκεία κάποιοι άλλοι
μα η Ομορφιά είναι – επιστήμη και θρησκεία – η Μεγάλη…


8. AMMOΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΣ




Σαν δεις κάποιον που πάνε φυλακή
μια σκέψη, στην καρδιά σου ας έρθει, μόνη,
πως ίσως τώρα μπαίνοντας σ’ αυτή,
απ’ άλλη – πιο στενή, γι’ αυτόν – γλιτώνει…

Κι αν μεθυσμένου βήμα, δεις, βαρύ,
η σκέψη στην καρδιά σου ας κάνει κρίση,
πως ζήταε να ξεφύγει αυτός, μπορεί,
κάτι το πιο κακό κι απ’ το μεθύσι…

*

Πολλές φορές που εμίσησα, αυτοϋπερασπιζόμουν
μα αν ήμουν δυνατός, τέτοιο όπλο, δέ θα το χρειαζόμουν.

*

Πόσο είναι αυτός ανόητος, που θέλει να σκεπάσει
– σα να ’τανε πόρτα κοινή και της ψυχής η πύλη –
το μίσος που μες στων ματιών του φώλιασε τα δάση
με μπάλωμα ένα χαμογέλιο σε ψυχρά δυο χείλη.

*

Ζήλια, γιά μέ, και μίσος θα ’χαν ίσως
όσοι είναι χαμηλότερα από μένα.
Ποτέ δέ μου ’χαν ζήλια μήτε μίσος.
Εγώ δεν είμαι πάνω από κανένα.

Θα με παινέψει ή, κάποιος, θα με οικτίρει,
αν είν’ αυτός ψηλότερα από μένα.
Έπαινο κι οίκτο δεν έχω επισύρει.
Εγώ δεν είμαι κάτω από κανένα.

*

Το, «δέ σε νιώθω» παίνεμα για μένα: έξω απ’ τα μέτρα,
μα και για σένα – ανάξιά σου – βλαστήμιας είναι πέτρα…

*
Εγώ ο χαμένος· η ζωή χρυσάφι αν μου προσφέρει
κι αργυρό εγώ – το μεταλλάξω – στο δικό σου χέρι…

*

Σαν φτάσεις στης ζωής τα φυλλοκάρδια,
θα βρεις ότι δεν είσαι πιο ψηλός
απ’ τον κακούργο, κι όμοια πως δεν είσαι
καθόλου απ’ τον προφήτη πιο κοντός.

*

Παράξενο, πολύ, να νιώθεις λύπη,
γι’ αυτόν που περπατά με βήμα αργό
κι όχι γι’ αυτόν το πνεύμα που του λείπει,
και μοιάζει ο νους του χαλασμένο αυγό…

Ή τον τυφλό, συ να λυπάσαι, κι όχι
καρδιά αποτυφλωμένη, εκείνον, πό ’χει.

*

Ένας κουτσός, ανήμπορος, δείχνει σοφία μεγάλη,
τις πατερίτσες του αν δέ σπάζει στο εχθρικό κεφάλι…



4. Άμμος και αφρός

Πόσο τυφλός: ο που σου δίνει νόμισμα απ’ την τσέπη,
κι απ’ την καρδιά σου αντάλλαγμα να πάρει, εμπρός του βλέπει.

*

Πομπή η ζωή. Κ’ εκείνος πό ’χει αργή περπατησιά,
την παρατά· γοργή πολύ γι’ αυτόν τη βρίσκει εκείνη.
Κ’ εκείνος που με βήματα την ξεπερνά γοργά,
βρίσκοντάς την αργόσυρτη – κι εκείνος την αφήνει…

*

Αμάρτημα, ότι λέγεται, αν υπάρχει πρακτικά,
άλλος μ’ αναδρομή το σέρνει στων προγόνων τα ίχνη,
κι άλλος το πράττει πρόωρα όταν: εξουσιαστικά
το δρόμο, που είναι του αρεστός, και στα παιδιά του δείχνει.

*

Είναι καλός, αληθινά, κείνος που γίνεται ίσος
μ’ όσους νομίζονται κακοί και θ’ άξιζαν το μίσος…

*

Οι άνθρωποι σε φυλακή γεννιούνται – από παλιά –
μα μερικών παράθυρο ένα υπάρχει στο ντουβάρι.
Κι άλλοι, μέσα στ’ ανήλιαγα της φυλακής κελιά,
που ούτε φεγγίτη, να ’χουνε, δεν είχανε τη χάρη…

*

Περίεργα: υπερασπίζουμε, με πιο μεγάλη ζέση
κάθε στραβή μας άποψη κι όχι την ίσια θέση…

*

Αν εξομολογιόμαστ’ όλοι «πάσας αμαρτίας»,
για έλλειψη – θα χλευάζαμε – κάθε πρωτοτυπίας…

*

Κι αν όλοι φανερώναμε τις αρετές μας, πάλι,
ο ίδιος λόγος μπόλικο το γέλιο θα ’χε βγάλει…

*

Τ’ άτομο πάνω είν’ απ’ τους νόμους – πλάσματα του ανθρώπου –
μέχρι που, κρίμα – κάποιο – ενάντια στις συμβάσεις – κάνει.
Μετά απ’ αυτό περνά απ’ τη θύρα μαγικού ενός τόπου,
που ένα καλούπι, σε ίσο μπόι πια τους ανθρώπους βγάνει…

*

Κυβέρνηση· μια συμφωνία: πλάι πλάι, να μας βάλει…
Μα πιο συχνά της αδικίας μας χωρίζει ατσάλι…

*

Το «παρατσούκλι της ανάγκης» είναι κάθε κρίμα,
είτε μιας νόσου η άποψη, στου βίου μας το βήμα…

*

Να επιδιώκει σφάλματα του άλλου, κανείς να μάθει
υπάρχει μεγαλύτερο στ’ ανθρώπινα τα πάθη…

*

Σαν σε περιγελά ο άλλος, μπορείς
να νιώθεις για τα χάλια του εσύ λύπη.
Μα όταν εσύ τον άλλο περγελάς,
η αυτοσυγχώρεσή σου αιώνια λείπει.

Όταν θα σε πειράξει άλλος, μπορείς
της λησμονιάς να βρεις κάποιο λιμάνι.
Μα όταν εσύ τον βλάψεις, δεν ξεχνάς
ποτέ σου το κακό που του έχεις κάνει.

Ο άλλος, πραγματικά, είν’ αυτός ο πιο
ευαίσθητος στους πόνους εαυτός σου,
που εδόθη σ’ ένα ξέχωρο κορμί
μα – της ψυχής του μέρος – που είν’ εντός σου.

*

Την πεθυμιά σου αλόγιστη, θαρρώ,
να υψώσεις τους ανθρώπους απ’ το χώμα.
Αφού, από τις φτερούγες σου, φτερό
δεν πάει σ’ αυτούς, κι αν το ’δινες ακόμα…

*

Κάθησε στο τραπέζι μου, μια μέρα,
τον άρτο μου να φάει, να πιεί τον οίνο,
και φεύγοντας μου πέταξ’ από πέρα
ξανά κι άλλου κορόιδο, να μη γίνω…

Μετά καιρό, όπως κυκλοφέρν’ η σφαίρα,
μου ’ρθε: ψωμί, κρασί, είπε πάλι, θέλει…
Και με κλωτσιές τον πέταξα εγώ πέρα.
Και τότε· με κορόιδεψαν οι αγγέλοι…

*

Το μίσος μοιάζει με νεκρό που χύνει πτωμαΐνη·
ποιος από σας θα το ’θελε μνήμα – σ’ αυτόν – να γίνει:

*

Του σκοτωμένου είναι τιμή που αυτός δεν ήταν όπου
ένας φονιάς κατάντησε, για το συνάνθρωπό του.

*

Μέσα στη σιωπηλή καρδιά της, κρύβει η ανθρωπότης,
την έδρα της, κι όχι στο φλύαρο, μέσα, λογικό της…

*

Τρελό με λένε αυτοί όσοι ξεπουλούν
– κ’ εγώ: όχι – τον καιρό τους με χρυσάφι.
Κ’ εγώ εκείνους τρελούς· που δέ γροικούν
των ημερών, λαβείν, ότ’ είναι οι τάφοι…

*

Αυτοί, μπροστά σε μας, απλώνουν μόνο
χρυσάφια, ασήμια, φίλντισι κ’ εβένους,
κ’ εμείς: ψυχές, καρδιές που νιώθουν πόνο-
χαρά· μα αδίκως στέκουμε για επαίνους…

Γιατί θαρρούν πως παίζουνε, στη ζωή,
τους έξυπνους κ’ εμείς τους ανόητους,
και λένε: οικοδεσπότες είν’ αυτοί
κι είμαστ’ εμείς φιλοξενούμενοί τους!...

*

Κάλλιο μου να ’μαι ο πιο μικρός ανάμεσα στους άλλους,
μα να ’χω ακόμα ονείρατα και πόθο, να τα κλώθει,
παρά ο μεγάλος, να ’μ’ εγώ, μες στους πολύ μεγάλους,
και να μου λείπουν τα όνειρα· να ’χουν στερέψ’ οι πόθοι…


7. AMMOΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΣ





Η απάτη – που το στόχο του, κάποτε βρίσκει – βέλος·
μα που συχνότερα γυρνά: κι αυτοσκοτώνει, τέλος…

*

Πραγματικός συχωρητής· σαν συχωρνάς
Φονιάδες που ποτές δέ χύνουν αίμα,
κλέφτες που δεν εκλέψανε ποτές,
και ψεύτες που ποτές δεν είπαν ψέμα…

*

Εκείνος, με το δάχτυλο ν’ αγγίξει, που μπορεί
– απ’ το καλό που το κακό χωρίζει – την ευθεία,
ο ίδιος είν’ άξιος, προς το θείο να προχωρεί, θρονί
κι άκρη ν’ αγγίξει, του θεού τον ίδιο το μανδύα…

*

Αν η καρδιά σου ηφαίστειου ρόχθο κρύβει, αντίς τραγούδια –
μάταια ν’ ανθίσουν, καρτερείς, στα χέρια σου λουλούδια…

*

Να μια προσωπική παραξενιά,
μα κι αυτοϊκανοποίηση μεγάλη.
Είναι φορές που το ’χω αποθυμιά
ν’ αδικηθώ· να με γελάσουν οι άλλοι.

Για να μπορέσω να γελάσω εγώ
σε βάρος εκείνων που έτσι θαρρούνε
πως ο «μικρόνους», στάλα δέ γροικώ
πως μ’ αδικήσαν, πως με ξεγελούνε…

*

Σαν τι λόγο να πω – γι’ αυτόν – και πούθε πορεμένο,
που κυνηγώντας παριστάνει τον κυνηγημένο;

*

Άσ’ εκείνου, το ρούχο σου να πάρει,
που χέρια – έχει σκουπίσει – βρωμισμένα.
Μπορεί να του χρειαστεί κι άλλο φεγγάρι.
Και σίγουρα, πια, είν’ άχρηστο για σένα.

*

Τι κρίμα, που οι σαράφηδες και οι αργυραμοιβοί
δεν το μπορούν να γίνουνε και κηπουροί καλοί…

*

Τα έμφυτα ελαττώματά σου, σε παρακαλώ,
μ’ αποχτημένες σου αρετές μην τα σκεπάζεις χάμου.
Γιατί εγώ τα ελαττώματά σου αυτά τα προτιμώ,
γιατί μοιάζουν, σα δίδυμα παιδιά, με τα δικά μου…

*

Συχνά πυκνά αποδέχτηκ’ ο εαυτός μου
κρίματα που δεν έκανα ποτέ·
κι αυτό για να μπορεί κι ο διπλανός μου
να νιώθει πιο άνετα μπροστά σ' εμέ…

*

Της ζωής, το θελκτικότερο κι απ’ τα προσόντα: κύριο,
που και τις μάσκες της, βαθύ πλάθει, βαθύ μυστήριο…

*

Μπορείς τους άλλους να τους κρίνεις, ασφαλώς,
μα η κρίση αυτή βγαλμένη θα ’ναι απ’ τη δική σου γνώση
Και τώρα – μεταξύ μας – πες μου, ποιος
τον ορισμό, για φταίχτ’ ή αθώο, ποιος θα δώσει;

*

Για δίκαιο πραγματικό πρέπει αυτόν να φωνάξεις
που νιώθει μισο-υπεύθυνος, για τις δικές σου πράξεις.

*

Ο μεγαλοφυής και ο τρελός
του ανθρώπου δέ λογάν τι λέει ο νόμος·
κι ο κοντινότερος, διακρίνουν, ποιος
για την καρδιά του Θεού, σε πάει, δρόμος…

*

Δυνατός γίνεσαι η ζωή κι η μοίρα αν σε χτυπάνε.
Και σβέλτος γίνεσαι μονάχα σαν σε κυνηγάνε…

*

Εχθρούς δεν έχω, Θεέ μου· αν πρέπει να ’χω
με τη δική μου, ας έχουν, δύναμη ίση.
Γιατί εγώ μέλημά μου έχω μονάχο
η αλήθεια – τελικά – πώς να νικήσει…

*

Με τον εχθρό σου καλός φίλος γίνεσαι – τι κρίμα –
μόλις κατέβετε, κι οι δυο μαζί, στο μαύρο μνήμα…

*

Την ανθρωπιά του, ο άνθρωπος για ν’ αυτοϋπερασπιστεί,
και στην αυτοκτονία προσπέφτει, μήπως βρει μια λύση…

*

Χρόνια πολλά από τότε πια πέρασαν
που ’ζησε κάποιος, κι οι άνθρωποι (γιατί
πολύ τους αγαπούσε) τον σταυρώσαν,
κι ύστερα τον αγάπησαν πολύ.

Και τρεις φορές τον είδα χτες και πάλι,
παράξενα· κι ακούστε το γιατί.
Πρώτη φορά ζητούσε, να μη βάλει
ο πόλισμαν την πόρνη φυλακή.

Δεύτερη, που κρασί έπινε με φίλο
εν’ απόκληρο της μοίρας κάποιο, Αυτός!
Και Τρίτη, σαν επιάστηκε στο ξύλο,
στην εκκλησιά μ’ ένα έμπορα – σαρκός…

*

Αν ήταν, το καλό ή κακό, το ένα που λέν’ και τ’ άλλο,
αμάρτημα – από τη ζωή – δέ θα ’ταν πιο μεγάλο…

*

Όσο τ’ ανθρώπινα, κανείς, μπορεί κάλλιο να κρίνει
βλέπει πως είν’ η λύπηση μισή δικαιοσύνη…

*

Εκείνος, π’ άδικος σου εστάθη – μου έκραξε μια σκέψη –
αυτός είναι, τ’ αδέρφι του που εσύ ’χες αδικέψει…

6. AMMOΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΣ





Πρέπει η Φιλία, πάντοτε, γλυκιά να μένει ευθύνη,
κι ουδέποτε: ευκαιρία του ενός· ουδέποτε, να γίνει…

*

Τον φίλο σου αν δεν ένιωσες, σ’ όλες τις περιπτώσεις,
τότε δεν πρόκειται ποτέ σου αυτόν να ξανανιώσεις…

*

Το ρούχο π’ άλλος σου ύφανε λαμπρότερο στο μάτι.
Σ’ άλλου τραπέζι όσα κι αν φας, τα λες θεσπέσια δώρα
Σ’ άλλου το σπίτι πιο ξεκούραστο ήβρες το κρεβάτι…
Πως ξεχωρίζεις: απ’ τον άλλο εσένα, πως μου τώρα;

*

Με την καρδιά μου, το μυαλό σου δέ θα συμφωνήσει,
με νούμερα να ζει – αν δεν πάψει – ο δικός σου νους,
και η δική μου η καρδιά αν ομίχλες δέ διαλύσει,
για να συμπερπατήσουμε σε δρόμους πιο κοινούς.

*

Ο ένας τον άλλο δέ θα νιώσει, όσο κι αν φάμε χρόνο,
λόγια αν δέ λιγοστέψουμε, σ’ εφτά κουβέντες, μόνο…

*

Της κλειδωμένης της καρδιάς κλειδιά: τα ’χουνε χάσει…
Καρδιά, σαν πρέπει ν’ ανοιχτεί – Καρδιά πρέπει να σπάσει

*

Μονάχα τα μεγάλα: θλίψη ή μέγιστη Χαρά –
μπορούνε την αλήθεια σου να βγάλουν, απ’ το σπήλιο
Κι είτε – Γυμνός – τον σταυρικό θ’ ανέβεις Γολγοθά
ή θα χορεύεις, λέφτερα, γυμνός μπροστά στον ήλιο…

*

Αν πρόσεχε, για την απόλαυση τι λέμε η φύση:
οι ποταμοί τη θάλασσα θα βλέπαν από πέρα·
κανείς χειμώνας – σ’ άνοιξη δέ θ’ άλλαζε μια μέρα.
Κι αν άκουγε για οικονομία, τι έχουμε θεσπίσει,
πόσοι από μας θ’ ανάσαιναν ετούτο τον αγέρα;

*

Μόνο τη σκιά του απά στης γης το παγερό κρεβάτι,
κοιτάζει εκείνος, που γυρίζει προς τον ήλιο, πλάτη…

*

Μπροστά στον ήλιο λεύτερο στέκεις την πάσα μέρα,
και μπρος στ’ αστέρια, λεύτερος, την καθεμιά νυχτιά.
Και δίχως ήλιο λεύτερος σαν τον λεπτόν αιθέρα,
κι όταν φεγγάρι κι άστρα, ακόμα, δέ θωρεί η ματιά.

Και λεύτερος, στα γύρω σου, μάτια αν κρατάς κλεισμένα.
Μα σκλάβος κείνου π’ αγαπάς, γιατί τον αγαπάς!
Και σκλάβος κείνου που είπε η μοίρα ν’ αγαπήσει εσένα,
σκλάβο του σ’ έχει ο έρως για σέ, που κλείνει στην καρδιά.

*

Σαν χόρτασες, δεν πάει κι άλλο φαΐ
κάτω. Οι άνθρωποι, αν θες, δεν είναι λύκοι.
Μερίδες το καρβέλι, κι η «μισή»,
σε κάποιο σου συνάνθρωπο, θ’ ανήκει.

Μα πρέπει να κρατάς πάντα, μικρό
κομμάτι, του ψωμιού σου αδερφομοίρι·
για της πορείας το κάθε ξαφνικό
για τον περαστικό ή το μουσαφίρη.

*

Κάθε είσοδος «καλωσορίσατε» έπρεπε να γράψει.
Χωρίς τους μουσαφίρηδες, τα σπίτια, μοιάζουν τάφοι…

*

Μ’ απλή θωριά είδε πρόβατο κι ο λύκος λέει με χάρη,
«Το σπίτι μας μ’ επίσκεψή σου δεν το ’χεις τιμήσει…»Κι είπε τ’ αρνί, «Την πρόσκλησή σου για εύνοια θα ’χαρακτηριστικά πάρει,
αν δεν είχες, μες στην κοιλιά σου, σπίτι εγκαταστήσει…»
*

Σταμάτησα τον ξένο να του πω,
μπρος στο κατώφλι πόρτας ανοιγμένης,
«Όχι, μην τα σκουπίζεις τώρα εδώ,
μα σκούπισε τα πόδια σου, σαν βγαίνεις»…

*

Δεν είσαι γενναιόδωρος όταν μου δίνεις κάτι
που τόσο εγώ το χρειάζομαι, περσότερο από σένα,
μα όταν – χωρίς να τρεμοπαίξεις βλέφαρο και μάτι –
μου δίνεις όσα είναι για σένα πλέον αναγκεμένα…

*

Ο σπλαχνικός, αληθινά, σαν δίνει ελεημοσύνη:
κοιτάζει αλλού – το ντρόπιασμα μη δει – σ’ αυτόν που δίνει.

*

Μιας μέρας πείνα, ώρας δίψα· η διαφορά απ’ τον πλούσιο
προς τον φτωχό, που δέ θα λάχει ουδέ τον επιούσιο…

*

Συχνά ζητάμε δανεικά από τ’ αύριο, η πείρα λέει,
για να πληρώσουμε του χτες – που ’χαμε κάνει – χρέη.

*

Και μένα μ’ επισκέπτονται συχνά
καλά αγγελούδια και κακοί διαβόλοι,
μα εγώ ’χω βρει, κουτή, μια πονηριά
για να με παρατάνε ήσυχο όλοι…

Του αγγέλου, προσευχή λέω – μια παλιά,
κ’ ευθύς μακριά πετάει, βαριεστημένα.
Του διάολου, αμάρτημα ένα – απ’ τα παλιά.
κάνω, κ’ ευθύς το σκάει μακριά από μένα.

*

Παρ’ όλα της – δεν είναι η φυλακή
κακή. Μονάχα ο τοίχος δέ μ’ αρέσει
που απ’ του φυλακισμένου το κελί
του διπλανού, μας κόβει – δυο στη μέση…

Κι όμως το δεσμοφύλακα ποτέ
δέ μέμφομαι, το λέω με λόγο μου ίσο,
μήτε της φυλακής το χτίστη, ναι
δέ σκέφτηκα, ποτέ, να τον κακίσω.

*

Εκείνος που σου δίνει φίδι, σαν ζητήσεις ψάρι,
ίσως δεν έχει, παρά φίδια μόνο, στον τουρβά του,
κ’ έτσι θαρρεί – στην προσφορά του – πως σου κάνει χάρη
και γενναιοδωρία, μ’ αυτό, το φίδι του θανά

5. AMMOΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΣ




Το ίδιο κ’ εμείς να κάνουμε, μη δεν έχουμε μάθει –
αλλιώς τραγούδισμα, να πει, θα εβόλιε ανθρώπου στόμα;

*

Του κοκκινόφτερου πουλιού – η διάνοια είναι – τραγούδι.
στ’ αρχίνισμα μιας άνοιξης αργής, θεϊκό λουλούδι…

*

Δεν κατορθώνει, και το πιο φτερωτό πνεύμα ακόμα,
να μην ακούει το, της ανάγκης προς τη φύση, στόμα…

*

Δεν είναι μουσικός πιο λίγο, ένας τρελός, μα η γνώση:
σε κάποια, απ’ τις χορδές του οργάνου του, έχει «πιό-τεντώσει»…

*

Τραγούδι, που στα βύθια της βουβό ’χειρότερο η μάνα στείλει,
θα τραγουδιέται στου παιδιού της, κάποτε, τα χείλη…

*

Κανένας πόθος δυνατός, ούτ’ έρωτας μεγάλος
δέ μένουν ανεκπλήρωτοι, μήδ’ ο ένας ούδ’ ο άλλος…

*

Τόσες χρονιές περάσαμε μαζί, κι ως τώρ’ ακόμη:
τ’ άλλο μου εγώ δέ βρίσκει τέλεια τη δική μου γνώμη…
Και κάθομαι και σκέφτομαι πως ίσως είν’ αλήθεια
κει κάπου ανάμεσα στους «δυο» μας, στ’ άδυτά μας βύθια…

*

Το Ένα Εγώ σου τρών’ οι πόνοι
– που όλο: για σέν’ αυτό πονά –
στη Λύπη, τ’ άλλο, μεγαλώνει.
Γι’ αυτό παν’ όλα τους καλά…

*

Αγώνας δεν υφίσταται, ποτέ, ψυχής με Σώμα.
Δεν είναι παρά, μες στο νου τους: όνειρο-αγωνία,
κείνων που, αποκοιμήθηκ’ η ψυχή τους, και για στρώμα
θαρρούν πως βρήκαν το κορμί. Κι εχάθη η αρμονία.

*

Βαθιά, σαν φτάσεις μέσα στην καρδιά
της ζωής την πλέρια βρίσκεις ομορφάδα
ακόμα και στα μάτια, που τυφλά
μένουν, στης ομορφιάς τη λαμπεράδα…

*

Της ζήσης μας μοναδικός σκοπός:
την ομορφιά, να βρούμ’ εμείς, το κάλλος!
Κι είναι της προσμονής μας ο καιρός,
όλος ο χρόνος, που διαβαίνουμε, ο άλλος…

*

Σπείρε ένα σπόρο μες στη γης, για ν’ αποκτήσεις γνώση:
ότι σε λίγο λούλουδο θα σου α ν τ α π ο δ ώ σ ε ι …

*

Στον ουρανό τα ονείρατά σου στείλε, κ’ ένα αστέρι
θα κατέβει· τον λατρευτό σου να σου ξαναφέρει…

*

Πέθανε ο διάβολος τη μέρα που είδες φως και γέννα.
Για της ψυχής, τα μάτια μου, μια μέρα λάμψης τόσης!
Κι ότι απ’ τις άλλες ζήταγε, πια δέ ζητά από σένα
η κόλαση, να τη διαβείς κι άγγελο ν’ ανταμώσεις…

*

Την καρδιά του άντρα δανεική πολλές γυναίκες πήραν,
μα, λίγες, να την κατακτήσουν, είχαν την πείραν…

*

Γυναίκα ή άντρας, μια καρδιά σαν θέ να κατακτήσει,
δεν πρέπει να συλλογιστεί γι’ απαίτηση καμιά.
Φτάνει, το χέρι της γυναίκας, χέρι αντρός ν’ αγγίσει,
κι οι δυο μαζί του αιώνιου, τότε, αγγίζουν την καρδιά…

*

Ο Έρωτας· πέπλο ανάμεσα στους εραστές, και ρίχτει
τ’ αόρατο, τριγύρω τους που τους τυλίγει, δίχτυ…
Ο άντρας, γυναίκες δυο αγαπά: μια, φαντασίας του πλάσμα,
κι άλλη μια που δέ διάβηκε του ανύπαρκτου το χάσμα…

*

Άντρας που δέ συγχώρεσε γυναίκας μικρολάθη,
και τι αρετές μεγάλες τρέφει, ουδέποτε θα μάθει…

*

Ο έρωτας που δεν ξανανιώνει, μέρα με τη μέρα,
γίνεται φυλακής κελί με ανίας γλίσχρο αγέρα…

*

Σαν τι αγκαλιάζουν οι εραστές, στο πάθος το μεγάλο;
Το ίνδαλμα, που είναι ανάμεσά τους, κι όχι ένας τον άλλο…

*

Διδάσκει η πείρα και την πείρα, κάποιος που ’χειρότερο, ξέρει
πως δυσπιστία κι έρωτας δεν πάνε χέρι χέρι…

*

Ο έρωτας λέξη ’ναι από φως, γραμμένη σαν αχτίδα,
μ’ ένα φωτός χέρι, σε μια φωτός λαμπροσελίδα…

4. AMMOΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΣ




Κάποιοι, την πένα τους βουτώντας στης καρδιάς μας το αίμα,
θαρρούν πως έμπνευση έχουμε και θείο κατέχουν πνέμα…

*

Αν ένα δέντρο έγραφε του βίου του την πορεία,
θα ’μοιαζε ολάκαιρης, γενιάς ανθρώπων, ιστορία…

*

Από τη δύναμη: να γράψω ποιήμα, προτιμώ
του άγραφου ποιήματος μιάν, έκσταση, μεγάλη…
Αυτή η «καλλίστη» ποίηση! Μα «διάλεγμα στραβό»
λες την απόφασή μου εσύ κι οι γείτονές μου οι άλλοι.

*

Δεν είναι γνώμη η ποίηση, που λέγεται από στόμα.
Είναι τραγούδισμα πληγής, και χαμογέλιο, ακόμα…

*

Τα λόγια είν’ δίχως εποχή· κι αν ίσως τα προφέρει,
είτε τα γράφει – κάποιος – πρέπει αυτό – πρώτα – να ξέρει…

*

Ο ποιητής είν’ βασιλιάς που διώχτηκ’ απ’ το θρόνο,
κι όμως αντέχει, με τη μοίρα του να πιάσει αγώνα·
και με του παλατιού τις στάχτες και δικό του πόνο
πασχίζει ακαταπόνητα να πλάσει μιάν εικόνα…

*

Τη μάνα, αδίκως ο ποιητής, γυρεύει για να μάθει,
που τα τραγούδια του γεννά μες στης καρδιάς τα βάθη…

*

Η Ποίηση· πολλά! πολλή χαρά
και θαυμασμός πολύς, πολύς και πόνος,
και λίγα λόγια, ανθιά φανταχτερά,
που από το λεξικό, διαλέγεις μόνος…

*

Σε ποιητή ’πραγματικά, «Ποιάν έχεις αξία
μόν’ η θανή σου θα μας μάθει, μόνη…»«Ναι…» μου είπε, «του θανάτου η παρουσία
κι άλλες πτυχές πραγμάτων φανερώνει.

Και την αξία μου αν θες να δεις στ’ αλήθεια
περισσότερα έχω στης καρδιάς τα μέρη,
παρά στη γλώσσα. Πιο πολλούς στα βύθια,
πόθους γλυκούς, παρά καρπούς στο χέρι…»

*

Σαν λες τραγούδι κι ύμνο για το κάλλος
και στης ερήμου να είσαι την καρδιά,
μονάχος, δίχως γύρω σου νά ’ναι άλλος,
σε κάποιον φτάν’ η μελωδία η γλυκιά…

*

Η Ποίηση σοφία είναι – μαγεύτρα – στην καρδιά.
Κι είν’ η Σοφία: ποίηση που λέει στο νου τραγούδι.
Και στου θεού, πραγματικά, θα ζούσαμε τη σκιά,
αν κι απ’ τις δυο τους της ζωής ευώδαε το λουλούδι.

*

Η έμπνευση πάντα ψιθυρίζει, λέει τραγούδια τόσα…
Όμως, δεν έχει – η έμπνευση – να τα εξηγήσει: γλώσσα…

*

Προς το παιδί μας, το νανούρισμα, συχνά είν’ η λύση
για να έρθει ο ύπνος τα δικά μας βλέφαρα να κλείσει…

*

Όλα τα λόγια: ψιχουλάκια από συμπόσια σκέψης…
Έκφραση, ω συ, φτωχό στρουθί, πόσα μπορείς να κλέψεις

*

Λιθάρι η σκέψη, στο στρατί της ποίησης μια πέτρα,
που τη σκοντάβει και τη βγάζει απ’ τα σωστά της μέτρα…

*

Αν είσαι συ τραγουδιστής μεγάλος, τότε πες μας
τραγούδι – τ’ ανεκλάλητο – που δένουν οι σιωπές μας…

*

Πως τάχα εσύ να τραγουδήσεις
σαν έχεις στόμα όλο φάγια;
να υψώσεις χέρια, να ευλογήσεις,
χέρια, από τον χρυσό, βαριά;

*

Λένε, τ’ αηδόνι πως σουβλάει τα στήθια του μ’ αγκάθι
και το ερωτοτραγούδι του: σα νέκταρ στάει στο χώμα.


3. AMMOΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΣ



Αν ο χειμώνας έλεγε «Κρύβει Άνοιξη η καρδιά μου»
ποιος, πίστη θα ’δινε ποτές στα λόγια του, εδωχάμου;

*

Ο κάθε σπόρος, νιώθω,
πως κλείνει – μέσα πόθο…

*

Αν «άνοιγες τα μάτια σου να δεις», θα ’βλεπες: πλήθια,
σαν τη δική σου, ολόιδιες να ’ναι, όλες οι μορφές.
Κι αλήθεια, αν άνοιγες τ’ αφτιά ν’ ακούσεις, τότε αλήθεια:
θ’ άκουγες τη φωνή σου μέσα σε όλες τις φωνές.

*

Δυό χρειάζονται. Ένας την αλήθεια, μόνος, δεν ξεθάβει.
Ο ένας αλήθεια για να πει, κι ο άλλος: να καταλάβει…

*

Κύμα, τα λόγια αν βρίσκονται, πάνω στα δυό μας χείλη,
όμως για πάντα σιωπηλή μένει – του μέσα – η πύλη.

*

Μοιάζουν, από τα δόγματα, πολλά:
τζαμόφυλλα που απ’ τα κλειστά τους στήθια,
βλέπουμε την αλήθεια καθαρά
και μας χωρίζουν – τα ίδια – απ’ την αλήθεια.

*

Και τώρ’ ας παίξουμε κρυφτό. Γωνιά
μες στην ψυχή μου ο πόβρε: εύκολα θάβρω.
Μα, στο καβούκι του – όποιον μπει, βαθιά –
πώς να τον βρω, μες σε σκοτάδι μαύρο!...

*

Στο πρόσωπό της κάλυμμα, ξέρει να βάζει, τέλειο
– κάθε γυναίκα – ένα, αρκεί, να βάζει, χαμόγελο…

*

Τι ευγένειας πλούτο έχ’ η καρδιά που ’ναι βαρυοθλιμμένη
κι όμως: με τις χαρούμενες – να πει τραγούδι – μένει…

*

Αυτός, να νιώσει τη γυναίκα, που πολυεπιμένει,
ή στα μυστήρια: της σιωπής· της διάνοιας· ψάχνει λύση,
μοιάζει απ’ όνειρο θεσπέσιο πάρωρα να βγαίνει
σε – γεύματος πεζότατου – τραπέζι να καθήσει…

*

Θέ να διαβώ κ’ εγώ μ’ όλους· ο απόντας
δέ θα ’μαι. Σ’ άκρη
ασάλευτα: τη λιτανεία κοιτώντας
που πάει στα μάκρη…

*

Από χρυσάφι – πιότερα – χρωστάς
σ’ εκείνον, στη δουλειά σου, πόχεις πάρει.
Ή πλήρωσ’ στον μ’ αντάλλαγμα – καρδιάς,
ή γι’ αυτουνού, ν’ αντιδουλέψεις, χάρη…

*

Όχι, του κάκου όλοι εμείς δεν ήρθαμε στη ζήση.
Από τα κόκαλά μας: πύργους, μήπως, δέ θα χτίσει;

*

Ας μη βλέπουμε ξέχωρα κομμάτια, άλλη φορά.
Αυτό που συλλαμβάνει ο νους, να το μιλάει το στόμα.
Του ποιητή η διάνοια και του σκορπιού η ουρά,
εν δόξει: ανασηκώνουνται μέσ’ από το ίδιο χώμα…

*

Ο κάθε δράκος, Άγιο Γιώργη, γέννα θέ να δώσει,
με την αράδα του νά ρθει: το δράκο να σκοτώσει…

*

Τα δέντρα είναι ποιήματα γραμμένα
από τη γη, ψηλά στον ουρανό.
Χαρτί, απ’ αυτά, εμείς κάνουμε, και πένα
το – εν
page 3τός μας – ν’ αντιγράψουμε κενό…

*

Σαν έχεις πεθυμιά να γράψεις
– μόν’ οι θεοί ξέρουν γιατί –
τρεις παραστάτες πρέπει να ’χεις:
γνώση, μαγεία, και τέχνη αγνή…

Του ανεπιτήδευτου την τέχνη,
γνώση, του λόγου μουσική
και τη μαγεία, που είναι: αγάπη,
στους αναγνώστες σου, πολλή…

19/2/09

01. AMMOΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΣ



(Ανάρτηση, αφιερωμένη στην αγαπημένη μου φίλη Στέλλα )

Πάντα αν διαβώ κάποια αμμουδιά
μεσ'από αφρούς και από άμμοπερνά από το νου μου
πως ο άνεμος σκορπίζει τον αφρό
και τα ίχνη μου πανω στην άμμο
θα τα σβήσει το κύμα, όμως τα πέλαγα κι οι αμμουδιές θα μείνουν για πάντα..

*Κάποτε γέμισα την φούχτα μου με πάχνη
και όταν την άνοιξα ξανά, είχε γεννηθεί ένα σκουλήκι.
Έκλεισα την φούχτα μου ξανά και όταν την άνοιξα και πάλι
είδα εκεί ένα πουλί.Την έκλεισα για να την ξανανοίξω πάλι, σε λίγο,
και βρήκα έναν άνθρωπο με θλιμένη όψη.
Τη φούχτα μου την ξαναέκλεισα , και όσο και να τη ξαν'ανοίγω δεν βρίσκω παρα μόνο την πάχνη την πρωινή.Μα άκουσα ένα ολόγλυκο τραγούδι στην ψυχή.

*Μέχρι χθες νόμιζα ,ότι ήμουν μια μάζα τρεμουλιαστήπου κινείται πέρα - δώθε άρρυθμα σαν σφαίρα,μια σφαίρα από τις πολλές του κόσμου.Τώρα ξέρω πως εγώ είμαι .Εγώ είμαι η σφαίρα και ολόκληρη η ζωή μου δονείται σε ρυθμούς εντός μου.

*Κάποιοι την ώρα που ξυπνούσαν μου είπαν , "Εσύ, μέσα στον κόσμο αυτόν που ζεις δεν είσαι τίποτα άλλο ,από ένα από τα πολλούς κοκκους άμμου,στην ατέλειωτη αμμουδιά απέραντης , βαθιάς τρυκιμισμένης θάλασσας."Και εγώ στο όνειρό μου είδα "είμαι εγώ η θάλασσα και ο κόσμος, άπειροι κόκκοι άμμου,που ξέβρασε από τα μεγάλα βάθη της η θάλασσα στην δική μου αμμουδιά.

*Μονάχα μια φορά θυμάμαι να έμεινα σιωπηλός .
Όταν με ρώτησε κάποιος, "Εσύ, ποιός είσαι εσύ;"

*Άγγελος ήταν η πρώτη σκέψη του Θεού.Άνθρωπος ήταν η πρώτη λέξη του Θεού.

*Ήμασταν, φτερούγισμα , περιπλάνηση, λαχτάρας πλάσματα,χιλιάδες χρόνια πριν από την θάλασσα και ο άνεμος του δάσουςμας έδωσε της λέξεις.Τώρα , πώς μπορούμε να εκφράσουμε την αρχαιότητα των ημερών μαςμόνο με τους ήχους του χτες

*Η Σφίγγα μίλησε μόνο μία φορά,και η Σφίγγα είπε, "Ένας κόκκος άμμου είναι έρημος,και μια έρημος είναι ένας κόκκος άμμου." Και μετά σώπασε και πάλι." Άκουσα τη Σφίγγα, αλλά δεν κατάλαβα."

*Στο πρόσωπο κάποιας γυναίκας διέκρινα τα παιδιά που θα γεννούσε στο μέλλον.Και μια γυναίκα , στο δικό μου πρόσωπο αναγνώρισε τους δικούς μου προγόνους ,πριν εκείνη γεννηθεί.

*Θα ήθελα, η γνώση όλη της ζωής μου να στεφανωθεί.Μα πως να γίνει να χαρώ την σπάνια αυτή τιμή;Εκτός κι αν γίνω ένας πλανήτης που τρέφει σοφές ζωές.Δεν είναι η λαχτάρα τάχα του κάθε ανθρώπου αυτή;

*Το μαργαριτάρι είναι ένας ναός που οικοδομήθηκε πολύ κοπιαστικά,με την συνδρομή του χρόνου , γύρω από ένα κόκκο της άμμου.

*Να χτίσουν τα κορμιά μας - τάχα-ποιά θάρρη νοσταλγίας ,και σε σπειριά - τριγύρω- ποιά να δούλεψαν εδώ χάμω;

*Ο Θεός με πέταξε σαν βότσαλο μέσα σε θαυμαστή λίμνη, κι έγραψα αμέτρητους κύκλους στα νερά της.Μα φτάνοντας στα βάθη της μου δόθηκε αμέτρητη σιωπή ,τόση όση ποθεί κάθε διαβάτης της γης.

*Δώσ'μου σιωπή κι έχω τον τρόπο εγώ να προσκαλέσω τη νύχτα!Ξαναγεννήθηκα : όταν το σώμα και η ψυχή μου παντρεύτηκαν ακόμα μια φορά από έρωτα!

*Γνώρισα έναν άνθρωπο, που το κάθε του αυτί άξιζε πολλά γρόσια,κι όμως δεν είχε γλώσσα .Την είχε χάσει σε κάποια μάχη.Τώρα ξέρω από μάχες τέτοιες , που η γλώσσα του είχε κοπεί.,στις μάχες που εκείνος ειχε δώσει πρίν την μεγάλη του σιωπή.Χάρηκα σαν τον πήρε ο χάρος, Τόσο μεγάλος ο κόσμος κι όμως δεν αντέχει για να σηκώσει το βάρος δυό ανθρώπων σαν κ' εμάς.

*Καιρούς απόμεινα γερτός στης Αίγυπτος τη σκόνη,ανίδεος γαι τις εποχές, βουβός για νύχτα η μέρα.Κατοπινά :με γένησε ο ήλιος , κι η ζωή με σκώνεικ'έτσι του Νέιλου διάβηκα τις όχθες , για πιο πέρα...Τη νύχτα ονειρευόμουνα , τραγούδι η μέρα μου όλημα τωρα ο ήλιος με πατά με χίλια πόδια αντάμα, να ξαναγέιρω , στη παλιά της Αίγυπτος την πόλη.Μα δες και κάτι , που αίνιγμα - μοιάζει πολύ - και θαύμα!Ο ήλιος αυτός που μ'έμασε , να με σκορπίσει τρίμμαδεν το μπορεί: σ' άμμο και κόκκους πάλι να με κάμει.Ορθάτος στέκω και διαβαίνω μ'ένα βέβαιο βήμα, τις όχθες που, τη ζήση δίνει , ο Νείλος το ποτάμι..

*Η θύμηση μοιάζει με σμίξη που έχει τυλίξει ο νούς σε νέφη.

*Η λησμονιά μοιάζει με λύτρωση , όπου με φως της που τα σκοτάδια λάμπουν .

*Με άμετρων ήλιων πέρασμα , το χρόνο μετράμε εμείς , σε πόντους ,όρη , στέπες!Κι άλλοι να τον μετράνε θέλουν ,μόνο, με μικρομηχανές σε μικροτσέπες...Λοιπόν πως θα γενεί , τάχα, το θάμα - πέστε μου , αν το μπορείτε άνθρωποι , τώρα-στο ίδιο το μέρος να βρεθούμε αντάμακαι μάλιστα :την ίδια , και την ώρα ;

*Δεν έχει καμμία σημασία για το διάστημα ,η απόσταση του ήλιου από τη γηαν κοιτάζεις το Γαλαξία από το παράθυρο.

*Η ανθρωπότητα . που πάει και πάει , ποτάμι κι από φευγάτη αιωνιότητα - σ΄ άλλη που θάρθει δράμει...

*Τα πνέυματα που ζούν αιώνια μόνο μέσα σε αέρα άραγε ζηλέυουν ποτέ τον ανθρώπινο πόνο;

*Στο δρόμο για την Άγια Χώρα ρώτησα κάποιον που πήγαινε προσκυνητήςαν είμαι στο σωστό δρόμο και σε πόσην ώρα θα φτάσω εκεί.Και εκείνος μου έιπε :"Έλα προχώρησε , ακουλούθησέ με και σε ένα μερόνυχτο θα σε οδηγήσω στην Άγια Χώρα"Τον ακολούθησα πολλές μέρες και νύχτες,με καλοκαιρία και μπόρεςΚατάπινα την κούρασή μουμα δεν έβλεπα την Άγια Χώρα.Με έκπληξη με άφησε σαν με παράτησεμε βιασύνη κάνοντας με να θυμώσω πολύόταν μου είπε πως ... έχει χάσει το δρόμο μου !

*Θεέ μου κάνε να γίνω εγώ λεία για το λιοντάριπριν φάω το κουνέλι με όρεξη...

*Κανείς δεν είδε ποτέ το πρώτο φως της αυγής να ανάβει χωρίς πριν να έχει περπατήσει το μονοπάτι της νύχτας...

*Το σπίτι μου είπε "Μείνε εδώ γιατί εδώ ζει το παρελθόν σουοι χαρές σου και οι πόνοι"Και ο δρόμος μου είπε "Ακολούθησε με εγώ είμαι το μέλλονπου απλώνεται μπροστά σου"Κι εγώ απάντησα και στους δυο, "Για το παρελθόν και για το μέλλον είναι μάταιη η μάχη.Γιατί είτε μείνω εδώ είτε φύγω και τό ένα θα έχει τέλος και το άλλο"

*Πως μπορώ να χάσω την πίστη μου στο δίκιο της ζωής;Αφού τα όνειρα όσων γερνούν σε πουπουλένιο στρώμα δεν είναι ωραιότερα από εκείνου που καθώς είναι φτωχός κοιμάται καταγής.

*Για κάποιες απολαύσεις μου - περίεργο ακούτε κάτι -ο πόθος : της οδύνης μου γίνεται ένα κομμάτι.

*Eφτά φορές περιφρόνησα την ψυχή μουκαι ένοιωσα να την χάνω .Την πρώτη , όταν δείχτηκε καλή για να νιώσει ανώτερη.Τη δεύτερη φορά που είχα κλαψει πολύγι'αυτήν , ήταν τότε που προσποιήθηκε την κουτσή μπροστά σε έναν σακάτη. Τρίτη φορά , σαν είχε να διαλέξει το εύκολο από το δύσκολοκαι αυτή πήρε το εύκολο ,χωρίς να νιώσει καμμιά τυψη .Την τέταρτη φορά , όταν αμάρτησε και πάλι βρήκε γρήγορα την παρηγοριά ,πως κάνουν τόσοι άλλοι αμαρτήματαχωρίς να νοιώθουν στεναχώρια .Πέμπτη φορά, που από καθαρή αδυναμία ανέχτηκε να σκύψει το κεφάλι,και έιπε πως ανέχτηκε την βία από δύναμη μεγάλης εγκαρτέρησης.Την έκτη φορά , όταν περιφρόνησε μια άσχημη μορφή, χωρίς να κατανοεί απλά είναι μια άλλη μάσκα από την δική της.Και την έβδομη φορά και την τελευταία,όταν κάθησε να ψάλει έναν ύμνο και θάρρεψε πως με τέτοια μεγάλη αρετή δεν τη χωρά ο κόσμος ....

*Δεν έχω ιδέα για την Μεγάλη Αλήθεια,Εμπρός της κλαίω ταπεινωμένα.Και η αμοιβή μου είναι η άγνοια μου.

*Ανάμεσα στο απόκτημα και στο όνειρο του μόνο ο πόθος είναι η απόσταση που τα χωρίζει και τα ενώνει...

*Πίσω από αυτή την πόρτα είναι κλεισμένος ο παράδεισος.Στην διπλανή κάμαρα υπάρχει μικρός και ίσιος δρόμος .Μα είμαι άτυχος ... έχασα το κλειδί,ίσως να μου παράπεσε , ίσως κάπου να βρίσκεται.

*Τυφλός ... κουφός .. βουβός ... κουτσός .. και πάμε όλοι ταίρια .Γι αυτό ας δώσουμε αμοιβαία τα χέρια .

*Για τον άνθρωπο το σπουδαιότερο δεν είναι αυτό που θα κερδίσει μα περισσότερο , αυτό που ποθεί και θέλει να αποκτήσει .*
1.

Share this post