Της προσμονής στιγμές ίχνη απ’ του χρόνου οπλές…
*
Μια στενοχώρια, αν γίνει νέο παράθυρο, τι βλάφτει
που στου σπιτιού σου κάποιον τοίχο «χάραμα θ’ ανάφτει»;
Κάποιον, που αντάμα ευθύμησαν, κανείς τον λησμονάει.
Όμως ποτές αυτόν που κλάψαν, κάποτε, πλάι πλάι…
*
Πρέπει – άγιο και παράξενο – να κλείνει εντός του κάτι,
αφού, δάκρυα – και – θάλασσα, βαθιά τους κλειούν: το αλάτι…
*
Στη θεία δίψα Του ο Θεός, θα καταπιεί – με τ’ άλλα –
κι όλους εμάς, και κάθε δάκρυ, κάθε δροσοστάλα…
*
Του γιγαντένιου σου εαυτού είσαι συ μικρό κομμάτι,
δόντια και χείλια, που ζητάνε για ψωμί, κι ακόμα
το τυφλό χέρι που κρατάει την κούπα τη γιομάτη –
γυρεύοντας, απεγνωσμένα διψασμένο στόμα…
*
Αν μπόραγες ν’ ανέβεις πιο ψηλά
μισό μονάχα μέτρο: απ’ τους ανθρώπους,
απ’ τον εαυτό σου, χώρες, έθνη, τόπους,
ημίθεος, θα ’σουν τότε, αληθινά…
*
Αν ήμουνα στη θέση σου – που σ’ έχει απαυδημένο –
δέ θα έψεγα τα κύματα στης θάλασσας τη ράχη.
Ο Πλοίαρχος πολύπειρος, το πλοίο δοκιμασμένο,
και για όσα πάσχεις, τ’ άρρωστό σου φταίει, το στομάχι.
*
Ότι ποθώ να τ’ αποκτήσω κι ότι περιμένω,
Πιότερο αγαπητό, για μένα, από τ’ αποχτημένο.
*
Σ’ ένα απ’ τα νέφη αν κάθιζες, το μάτι δέ θα εμέτρα
τα σύνορα που ξεχωρίζουν χώρα απ’ άλλη χώρα
μήτε – δυο φάρμες που χωρίζει – τη λευκή την πέτρα.
Κρίμα, σε γνέφι ν’ ανεβείς, που δεν μπορείς, λίγη ώρα…
*
Εφτά αιώνες πριν, πετάξαν εφτά περιστέρια,
εφτά, και που οι φτερούγες τους σα χιόνι ήταν λευκές,
κι απ’ την κοιλάδα τη βαθιά ξανοίχτηκαν στα αιθέρια
να φτάσουν στις χιονόσκεπες, ψηλές βουνοκορφές.
Το πέταγμά τους, το κοιτούσαν συναγμένοι ομάδι,
άνθρωποι εφτά κι ένας γυρνά και λέει σε κάποιον άλλο
«Στου έβδομου περιστεριού διακρίνω, ένα σημάδι
πάνω στη μια φτερούγα του». Αυτό και τίποτ’ άλλο.
Και της κοιλάδας οι άνθρωποι τ’ αναθυμούντ’ ακόμα,
μόνο που ο χρόνος άλλαξε στα πράγματα μορφές,
για περιστέρια εφτά μιλούν με πίσσα-μαύρο χρώμα,
που φτάσαν στις χιονόσκεπες, ψηλές βουνοκορφές!...
*
Το φθινοπώρι πήρε κάθε λύπη
– κι όλες μαζί τις σύναξα – στερνά
στο χώμα που ’χω αφήσει γι’ ανθοκήπι
τις έθαψα βαθιά, πολύ βαθιά…
Κι όταν ο Απρίλης φάνηκε ξανά,
την άνοιξη, λουλουδιαστός και πάλι
να παντρευτεί τη γη – μια νέα φορά –
φυτρώσανε στον κήπο μύρια κάλλη!
Οι λύπες! βγήκαν όμορφα λουλούδια…
Αχ, λούλουδα γιομάτα από δροσιά.
Μυριόπλουμα – σα σμάρια πεταλούδια –
Ξεχωριστά από τ’ άλλα, στην πρασιά.
Το μάθαν οι γειτόνοι, κι όπου τρέξει…
και μ’ έπαιρνε καθένας λίγο χώρια,
να μάθουν για τη μαγική τη λέξη,
το που θα βρουν ανθιώνε τέτοιων σπόρια…
«Όταν θα ξαναρθεί το Φθινοπώρι,
θυμήσου μας στην άλλη τη σπορά.
Μας χρειάζονται και μας οι τέτοιοι σπόροι,
θέμε κ’ εμείς τέτοιων ανθιών χαρά!...
*
Τ’ άδειο μου χέρι, στους ανθρώπους σαν απλώνω: αλήθεια
δυστυχισμένος νιώθω, πίσω τίποτ’ αν δέ φέρει.
Μ’ απελπισιά μου πλημμυρίζει ολότελα τα βύθια,
που αρνούνται το – σαν τους απλώνω – ένα γεμάτο χέρι…
*
Την αιωνιότητα, πολύ, τη νοσταλγώ, πολύ·
γιατί θέ ν’ απαντήσω εκεί – στους άμετρους αιώνες –
όλα τα ποιήματά μου τα όσα δεν έχουν γραφεί,
κι όλες τις, που αζωγράφιστες εγώ ’χω αφήσει, εικόνες.
*
Η τέχνη, στάλες προς τη γη, τ’ ουράνιου «θείου μύρου»,
και βήμα, η Τέχνη, από τη Φύση στ’ αχανές του Απείρου…
*
Όσο κι αν στέραιο στον αιώνα, το έργο τέχνης, μένει·
μοιάζει με εικόνα από πάχνη που είναι καμωμένη.
*
Ακόμα, από κι αγκάθινα στεφάνια φτιάχνει χέρι
καλύτερο απ’ της τεμπελιάς, να τρώει που μόνο ξέρει…
*
Απ’ τα πολλά μας δάκρυα, τ’ αγιότερό μας δάκρυ
στάει στην ψυχή μας και ποτές απ’ των ματιών την άκρη.
*
Απ’ τους ρηγάδες ή τους σκλάβους που έζησαν ως τώρα,
κάθε άνθρωπος κατάγεται, μες σε όποια γη και χώρα.
*
Αν ο προπάπος του Ιησού, παλιά,
γνώριζε ποιον προ-φήτευε η σπορά του,
δέ θα ένιωθε έναν τρόμο στην καρδιά,
να ’ναι αυτός: ζύγι ζωής, ζύγι θανάτου!
*
Μάνα του Ιούδα, νάν’ η αγάπη
που για το γιό σου κλείς στα στήθια,
μικρότερη από της Μαρίας
προς τον Ιησού, πες την αλήθεια!
*
Τρία απ’ τα θαύματα του Ιησού δεν έχει η Βίβλος δώσει.
Το πρώτο που ήταν άνθρωπος όπως εσύ κι όλοι άλλοι.
Τ’ άλλο που πνεύμα πρόσφερε, και τρίτο: ότι ων εν γνώσει
της κοσμοκυριαρχίας του, ταπείνωσε κεφάλι…
*
Σύ Εσταυρωμένε: στην καρδιά μου σταυρωμένος πάνω·
με τα ίδια – που τα χέρια σου τρυπάνε – τα καρφιά
– τι κι αν από τα χείλη μου πόνου οιμωγή δέ βγάνω –
στα φυλλοκάρδια κι η δική μου σφάζεται η καρδιά.
Κι αύριο, στο Γολγοθά μου, αν ίσως πέσει ξένου βλέμμα,
να μάθει δέ βολεί καρδιών, δυο, π’ άνοιξε κρουνός,
μα θα σκεφτεί πως το, που τρέχει σαν ποτάμι, το αίμα
απ’ την καρδιά τη ματωμένη χύθηκε του ενός.
*
Για το Βουνό, ίσως θ’ άκουσες, που λένε Βλογημένο.
Στον κόσμο τ’ αψηλότερο Βουνό, μες στα βουνά,
Ψηλόκορφά του ν’ ανεβείς, αν ήταν μπορεμένο,
τότε τον πόθο θα ’νιωθες να κατεβείς ξανά.
Και να βρεθείς μ’ εκείνους όλους της ζωής την πάλη
που μάχοντ’ ακατάβλητοι και προς τον ουρανό
μπορούν, ψηλά να ορθώνουνε: περήφανο κεφάλι…
Να, γιατί τούτο, Βλογημένο λένε, το Βουνό!
*
Στις σκέψεις μου, που η έκφραση, σε φυλακή έχει βάλει,
μ’ έργα μου, πρέπει, λεφτεριάς φτερά να δώσω πάλι.
*************