1/3/09

7. AMMOΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΣ





Η απάτη – που το στόχο του, κάποτε βρίσκει – βέλος·
μα που συχνότερα γυρνά: κι αυτοσκοτώνει, τέλος…

*

Πραγματικός συχωρητής· σαν συχωρνάς
Φονιάδες που ποτές δέ χύνουν αίμα,
κλέφτες που δεν εκλέψανε ποτές,
και ψεύτες που ποτές δεν είπαν ψέμα…

*

Εκείνος, με το δάχτυλο ν’ αγγίξει, που μπορεί
– απ’ το καλό που το κακό χωρίζει – την ευθεία,
ο ίδιος είν’ άξιος, προς το θείο να προχωρεί, θρονί
κι άκρη ν’ αγγίξει, του θεού τον ίδιο το μανδύα…

*

Αν η καρδιά σου ηφαίστειου ρόχθο κρύβει, αντίς τραγούδια –
μάταια ν’ ανθίσουν, καρτερείς, στα χέρια σου λουλούδια…

*

Να μια προσωπική παραξενιά,
μα κι αυτοϊκανοποίηση μεγάλη.
Είναι φορές που το ’χω αποθυμιά
ν’ αδικηθώ· να με γελάσουν οι άλλοι.

Για να μπορέσω να γελάσω εγώ
σε βάρος εκείνων που έτσι θαρρούνε
πως ο «μικρόνους», στάλα δέ γροικώ
πως μ’ αδικήσαν, πως με ξεγελούνε…

*

Σαν τι λόγο να πω – γι’ αυτόν – και πούθε πορεμένο,
που κυνηγώντας παριστάνει τον κυνηγημένο;

*

Άσ’ εκείνου, το ρούχο σου να πάρει,
που χέρια – έχει σκουπίσει – βρωμισμένα.
Μπορεί να του χρειαστεί κι άλλο φεγγάρι.
Και σίγουρα, πια, είν’ άχρηστο για σένα.

*

Τι κρίμα, που οι σαράφηδες και οι αργυραμοιβοί
δεν το μπορούν να γίνουνε και κηπουροί καλοί…

*

Τα έμφυτα ελαττώματά σου, σε παρακαλώ,
μ’ αποχτημένες σου αρετές μην τα σκεπάζεις χάμου.
Γιατί εγώ τα ελαττώματά σου αυτά τα προτιμώ,
γιατί μοιάζουν, σα δίδυμα παιδιά, με τα δικά μου…

*

Συχνά πυκνά αποδέχτηκ’ ο εαυτός μου
κρίματα που δεν έκανα ποτέ·
κι αυτό για να μπορεί κι ο διπλανός μου
να νιώθει πιο άνετα μπροστά σ' εμέ…

*

Της ζωής, το θελκτικότερο κι απ’ τα προσόντα: κύριο,
που και τις μάσκες της, βαθύ πλάθει, βαθύ μυστήριο…

*

Μπορείς τους άλλους να τους κρίνεις, ασφαλώς,
μα η κρίση αυτή βγαλμένη θα ’ναι απ’ τη δική σου γνώση
Και τώρα – μεταξύ μας – πες μου, ποιος
τον ορισμό, για φταίχτ’ ή αθώο, ποιος θα δώσει;

*

Για δίκαιο πραγματικό πρέπει αυτόν να φωνάξεις
που νιώθει μισο-υπεύθυνος, για τις δικές σου πράξεις.

*

Ο μεγαλοφυής και ο τρελός
του ανθρώπου δέ λογάν τι λέει ο νόμος·
κι ο κοντινότερος, διακρίνουν, ποιος
για την καρδιά του Θεού, σε πάει, δρόμος…

*

Δυνατός γίνεσαι η ζωή κι η μοίρα αν σε χτυπάνε.
Και σβέλτος γίνεσαι μονάχα σαν σε κυνηγάνε…

*

Εχθρούς δεν έχω, Θεέ μου· αν πρέπει να ’χω
με τη δική μου, ας έχουν, δύναμη ίση.
Γιατί εγώ μέλημά μου έχω μονάχο
η αλήθεια – τελικά – πώς να νικήσει…

*

Με τον εχθρό σου καλός φίλος γίνεσαι – τι κρίμα –
μόλις κατέβετε, κι οι δυο μαζί, στο μαύρο μνήμα…

*

Την ανθρωπιά του, ο άνθρωπος για ν’ αυτοϋπερασπιστεί,
και στην αυτοκτονία προσπέφτει, μήπως βρει μια λύση…

*

Χρόνια πολλά από τότε πια πέρασαν
που ’ζησε κάποιος, κι οι άνθρωποι (γιατί
πολύ τους αγαπούσε) τον σταυρώσαν,
κι ύστερα τον αγάπησαν πολύ.

Και τρεις φορές τον είδα χτες και πάλι,
παράξενα· κι ακούστε το γιατί.
Πρώτη φορά ζητούσε, να μη βάλει
ο πόλισμαν την πόρνη φυλακή.

Δεύτερη, που κρασί έπινε με φίλο
εν’ απόκληρο της μοίρας κάποιο, Αυτός!
Και Τρίτη, σαν επιάστηκε στο ξύλο,
στην εκκλησιά μ’ ένα έμπορα – σαρκός…

*

Αν ήταν, το καλό ή κακό, το ένα που λέν’ και τ’ άλλο,
αμάρτημα – από τη ζωή – δέ θα ’ταν πιο μεγάλο…

*

Όσο τ’ ανθρώπινα, κανείς, μπορεί κάλλιο να κρίνει
βλέπει πως είν’ η λύπηση μισή δικαιοσύνη…

*

Εκείνος, π’ άδικος σου εστάθη – μου έκραξε μια σκέψη –
αυτός είναι, τ’ αδέρφι του που εσύ ’χες αδικέψει…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Share this post