1/3/09

8. AMMOΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΣ




Σαν δεις κάποιον που πάνε φυλακή
μια σκέψη, στην καρδιά σου ας έρθει, μόνη,
πως ίσως τώρα μπαίνοντας σ’ αυτή,
απ’ άλλη – πιο στενή, γι’ αυτόν – γλιτώνει…

Κι αν μεθυσμένου βήμα, δεις, βαρύ,
η σκέψη στην καρδιά σου ας κάνει κρίση,
πως ζήταε να ξεφύγει αυτός, μπορεί,
κάτι το πιο κακό κι απ’ το μεθύσι…

*

Πολλές φορές που εμίσησα, αυτοϋπερασπιζόμουν
μα αν ήμουν δυνατός, τέτοιο όπλο, δέ θα το χρειαζόμουν.

*

Πόσο είναι αυτός ανόητος, που θέλει να σκεπάσει
– σα να ’τανε πόρτα κοινή και της ψυχής η πύλη –
το μίσος που μες στων ματιών του φώλιασε τα δάση
με μπάλωμα ένα χαμογέλιο σε ψυχρά δυο χείλη.

*

Ζήλια, γιά μέ, και μίσος θα ’χαν ίσως
όσοι είναι χαμηλότερα από μένα.
Ποτέ δέ μου ’χαν ζήλια μήτε μίσος.
Εγώ δεν είμαι πάνω από κανένα.

Θα με παινέψει ή, κάποιος, θα με οικτίρει,
αν είν’ αυτός ψηλότερα από μένα.
Έπαινο κι οίκτο δεν έχω επισύρει.
Εγώ δεν είμαι κάτω από κανένα.

*

Το, «δέ σε νιώθω» παίνεμα για μένα: έξω απ’ τα μέτρα,
μα και για σένα – ανάξιά σου – βλαστήμιας είναι πέτρα…

*
Εγώ ο χαμένος· η ζωή χρυσάφι αν μου προσφέρει
κι αργυρό εγώ – το μεταλλάξω – στο δικό σου χέρι…

*

Σαν φτάσεις στης ζωής τα φυλλοκάρδια,
θα βρεις ότι δεν είσαι πιο ψηλός
απ’ τον κακούργο, κι όμοια πως δεν είσαι
καθόλου απ’ τον προφήτη πιο κοντός.

*

Παράξενο, πολύ, να νιώθεις λύπη,
γι’ αυτόν που περπατά με βήμα αργό
κι όχι γι’ αυτόν το πνεύμα που του λείπει,
και μοιάζει ο νους του χαλασμένο αυγό…

Ή τον τυφλό, συ να λυπάσαι, κι όχι
καρδιά αποτυφλωμένη, εκείνον, πό ’χει.

*

Ένας κουτσός, ανήμπορος, δείχνει σοφία μεγάλη,
τις πατερίτσες του αν δέ σπάζει στο εχθρικό κεφάλι…



4. Άμμος και αφρός

Πόσο τυφλός: ο που σου δίνει νόμισμα απ’ την τσέπη,
κι απ’ την καρδιά σου αντάλλαγμα να πάρει, εμπρός του βλέπει.

*

Πομπή η ζωή. Κ’ εκείνος πό ’χει αργή περπατησιά,
την παρατά· γοργή πολύ γι’ αυτόν τη βρίσκει εκείνη.
Κ’ εκείνος που με βήματα την ξεπερνά γοργά,
βρίσκοντάς την αργόσυρτη – κι εκείνος την αφήνει…

*

Αμάρτημα, ότι λέγεται, αν υπάρχει πρακτικά,
άλλος μ’ αναδρομή το σέρνει στων προγόνων τα ίχνη,
κι άλλος το πράττει πρόωρα όταν: εξουσιαστικά
το δρόμο, που είναι του αρεστός, και στα παιδιά του δείχνει.

*

Είναι καλός, αληθινά, κείνος που γίνεται ίσος
μ’ όσους νομίζονται κακοί και θ’ άξιζαν το μίσος…

*

Οι άνθρωποι σε φυλακή γεννιούνται – από παλιά –
μα μερικών παράθυρο ένα υπάρχει στο ντουβάρι.
Κι άλλοι, μέσα στ’ ανήλιαγα της φυλακής κελιά,
που ούτε φεγγίτη, να ’χουνε, δεν είχανε τη χάρη…

*

Περίεργα: υπερασπίζουμε, με πιο μεγάλη ζέση
κάθε στραβή μας άποψη κι όχι την ίσια θέση…

*

Αν εξομολογιόμαστ’ όλοι «πάσας αμαρτίας»,
για έλλειψη – θα χλευάζαμε – κάθε πρωτοτυπίας…

*

Κι αν όλοι φανερώναμε τις αρετές μας, πάλι,
ο ίδιος λόγος μπόλικο το γέλιο θα ’χε βγάλει…

*

Τ’ άτομο πάνω είν’ απ’ τους νόμους – πλάσματα του ανθρώπου –
μέχρι που, κρίμα – κάποιο – ενάντια στις συμβάσεις – κάνει.
Μετά απ’ αυτό περνά απ’ τη θύρα μαγικού ενός τόπου,
που ένα καλούπι, σε ίσο μπόι πια τους ανθρώπους βγάνει…

*

Κυβέρνηση· μια συμφωνία: πλάι πλάι, να μας βάλει…
Μα πιο συχνά της αδικίας μας χωρίζει ατσάλι…

*

Το «παρατσούκλι της ανάγκης» είναι κάθε κρίμα,
είτε μιας νόσου η άποψη, στου βίου μας το βήμα…

*

Να επιδιώκει σφάλματα του άλλου, κανείς να μάθει
υπάρχει μεγαλύτερο στ’ ανθρώπινα τα πάθη…

*

Σαν σε περιγελά ο άλλος, μπορείς
να νιώθεις για τα χάλια του εσύ λύπη.
Μα όταν εσύ τον άλλο περγελάς,
η αυτοσυγχώρεσή σου αιώνια λείπει.

Όταν θα σε πειράξει άλλος, μπορείς
της λησμονιάς να βρεις κάποιο λιμάνι.
Μα όταν εσύ τον βλάψεις, δεν ξεχνάς
ποτέ σου το κακό που του έχεις κάνει.

Ο άλλος, πραγματικά, είν’ αυτός ο πιο
ευαίσθητος στους πόνους εαυτός σου,
που εδόθη σ’ ένα ξέχωρο κορμί
μα – της ψυχής του μέρος – που είν’ εντός σου.

*

Την πεθυμιά σου αλόγιστη, θαρρώ,
να υψώσεις τους ανθρώπους απ’ το χώμα.
Αφού, από τις φτερούγες σου, φτερό
δεν πάει σ’ αυτούς, κι αν το ’δινες ακόμα…

*

Κάθησε στο τραπέζι μου, μια μέρα,
τον άρτο μου να φάει, να πιεί τον οίνο,
και φεύγοντας μου πέταξ’ από πέρα
ξανά κι άλλου κορόιδο, να μη γίνω…

Μετά καιρό, όπως κυκλοφέρν’ η σφαίρα,
μου ’ρθε: ψωμί, κρασί, είπε πάλι, θέλει…
Και με κλωτσιές τον πέταξα εγώ πέρα.
Και τότε· με κορόιδεψαν οι αγγέλοι…

*

Το μίσος μοιάζει με νεκρό που χύνει πτωμαΐνη·
ποιος από σας θα το ’θελε μνήμα – σ’ αυτόν – να γίνει:

*

Του σκοτωμένου είναι τιμή που αυτός δεν ήταν όπου
ένας φονιάς κατάντησε, για το συνάνθρωπό του.

*

Μέσα στη σιωπηλή καρδιά της, κρύβει η ανθρωπότης,
την έδρα της, κι όχι στο φλύαρο, μέσα, λογικό της…

*

Τρελό με λένε αυτοί όσοι ξεπουλούν
– κ’ εγώ: όχι – τον καιρό τους με χρυσάφι.
Κ’ εγώ εκείνους τρελούς· που δέ γροικούν
των ημερών, λαβείν, ότ’ είναι οι τάφοι…

*

Αυτοί, μπροστά σε μας, απλώνουν μόνο
χρυσάφια, ασήμια, φίλντισι κ’ εβένους,
κ’ εμείς: ψυχές, καρδιές που νιώθουν πόνο-
χαρά· μα αδίκως στέκουμε για επαίνους…

Γιατί θαρρούν πως παίζουνε, στη ζωή,
τους έξυπνους κ’ εμείς τους ανόητους,
και λένε: οικοδεσπότες είν’ αυτοί
κι είμαστ’ εμείς φιλοξενούμενοί τους!...

*

Κάλλιο μου να ’μαι ο πιο μικρός ανάμεσα στους άλλους,
μα να ’χω ακόμα ονείρατα και πόθο, να τα κλώθει,
παρά ο μεγάλος, να ’μ’ εγώ, μες στους πολύ μεγάλους,
και να μου λείπουν τα όνειρα· να ’χουν στερέψ’ οι πόθοι…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Share this post