1/3/09

3. AMMOΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΣ



Αν ο χειμώνας έλεγε «Κρύβει Άνοιξη η καρδιά μου»
ποιος, πίστη θα ’δινε ποτές στα λόγια του, εδωχάμου;

*

Ο κάθε σπόρος, νιώθω,
πως κλείνει – μέσα πόθο…

*

Αν «άνοιγες τα μάτια σου να δεις», θα ’βλεπες: πλήθια,
σαν τη δική σου, ολόιδιες να ’ναι, όλες οι μορφές.
Κι αλήθεια, αν άνοιγες τ’ αφτιά ν’ ακούσεις, τότε αλήθεια:
θ’ άκουγες τη φωνή σου μέσα σε όλες τις φωνές.

*

Δυό χρειάζονται. Ένας την αλήθεια, μόνος, δεν ξεθάβει.
Ο ένας αλήθεια για να πει, κι ο άλλος: να καταλάβει…

*

Κύμα, τα λόγια αν βρίσκονται, πάνω στα δυό μας χείλη,
όμως για πάντα σιωπηλή μένει – του μέσα – η πύλη.

*

Μοιάζουν, από τα δόγματα, πολλά:
τζαμόφυλλα που απ’ τα κλειστά τους στήθια,
βλέπουμε την αλήθεια καθαρά
και μας χωρίζουν – τα ίδια – απ’ την αλήθεια.

*

Και τώρ’ ας παίξουμε κρυφτό. Γωνιά
μες στην ψυχή μου ο πόβρε: εύκολα θάβρω.
Μα, στο καβούκι του – όποιον μπει, βαθιά –
πώς να τον βρω, μες σε σκοτάδι μαύρο!...

*

Στο πρόσωπό της κάλυμμα, ξέρει να βάζει, τέλειο
– κάθε γυναίκα – ένα, αρκεί, να βάζει, χαμόγελο…

*

Τι ευγένειας πλούτο έχ’ η καρδιά που ’ναι βαρυοθλιμμένη
κι όμως: με τις χαρούμενες – να πει τραγούδι – μένει…

*

Αυτός, να νιώσει τη γυναίκα, που πολυεπιμένει,
ή στα μυστήρια: της σιωπής· της διάνοιας· ψάχνει λύση,
μοιάζει απ’ όνειρο θεσπέσιο πάρωρα να βγαίνει
σε – γεύματος πεζότατου – τραπέζι να καθήσει…

*

Θέ να διαβώ κ’ εγώ μ’ όλους· ο απόντας
δέ θα ’μαι. Σ’ άκρη
ασάλευτα: τη λιτανεία κοιτώντας
που πάει στα μάκρη…

*

Από χρυσάφι – πιότερα – χρωστάς
σ’ εκείνον, στη δουλειά σου, πόχεις πάρει.
Ή πλήρωσ’ στον μ’ αντάλλαγμα – καρδιάς,
ή γι’ αυτουνού, ν’ αντιδουλέψεις, χάρη…

*

Όχι, του κάκου όλοι εμείς δεν ήρθαμε στη ζήση.
Από τα κόκαλά μας: πύργους, μήπως, δέ θα χτίσει;

*

Ας μη βλέπουμε ξέχωρα κομμάτια, άλλη φορά.
Αυτό που συλλαμβάνει ο νους, να το μιλάει το στόμα.
Του ποιητή η διάνοια και του σκορπιού η ουρά,
εν δόξει: ανασηκώνουνται μέσ’ από το ίδιο χώμα…

*

Ο κάθε δράκος, Άγιο Γιώργη, γέννα θέ να δώσει,
με την αράδα του νά ρθει: το δράκο να σκοτώσει…

*

Τα δέντρα είναι ποιήματα γραμμένα
από τη γη, ψηλά στον ουρανό.
Χαρτί, απ’ αυτά, εμείς κάνουμε, και πένα
το – εν
page 3τός μας – ν’ αντιγράψουμε κενό…

*

Σαν έχεις πεθυμιά να γράψεις
– μόν’ οι θεοί ξέρουν γιατί –
τρεις παραστάτες πρέπει να ’χεις:
γνώση, μαγεία, και τέχνη αγνή…

Του ανεπιτήδευτου την τέχνη,
γνώση, του λόγου μουσική
και τη μαγεία, που είναι: αγάπη,
στους αναγνώστες σου, πολλή…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Share this post