1/3/09

11. AMMOΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΣ



Απ’ τα μυστήρια της ζωής, σαν τα ’χεις όλα λύσει,
ποθείς το θάνατο – ύστερο μυστήριο της – να δεις.
Η ανατολή της γέννησης και του θανάτου η δύση
εκφάνσεις μιας γενναιότητας, της πλέον ευγενικής…

*

Φίλε μου, εμείς θα μείνουμε δυο ξένοι στη ζωή,
ξένοι κι ο ένας με τον άλλο και του εαυτού μας ξένοι,
ως την ημέρα π’ ο ένας τ’ άλλου ακούοντας τη φωνή –
απ’ το δικό του το ίδιο στόμα, θέ να πει, πως βγαίνει…

Κι ως την ημέρα που κ’ εγώ θα ’ρθω σου αντικριστά
κι ως η ματιά του ενός μας στ’ άλλου τη μορφή θα πέφτει,
άλλο δέ θα πιστέψουμε, μα ότι ’μαστε μπροστά
κι αντικαθρεφτιζόμασται σε κρουσταλλοκαθρέφτη.

*

Μου είπανε, «Του εαυτού σου αν είχες γνώρα
θα ένιωθες τους ανθρώπους». Μα στα βάθη
τους άλλους, αν γνωρίσω – ξέρω τώρα –
πως και τον εαυτό μου θα ’χω μάθει…

*

Ο άνθρωπος είναι δυο άνθρωποι, ο άγρυπνος στο σκοτάδι
κι ο άλλος στο φως, μα που βυθάει σ’ ύπνου ονειρομαγνάδι…

*

Είν’ αυτός, που του κόσμου μας τα χίλια-δυό κομμάτια
διέγραψε και Ερημίτης έγινε, αν το θες…
Και τώρα σ’ ολοκληρωμένο κόσμο ανοίγει τα μάτια.
Διαβαίνει σ’ ένα κόσμο πέρα δίχως διακοπές.

*

Ανάμεσα στο δάσκαλο και στον ποιητή ’ναι αυτός:
κάμπος! Κοιλάδα πράσινη – θεού χαρά η μορφή της –
Σαν την περάσει ο δάσκαλος γεννιέται ένας σοφός…
Σαν την περάσει ο ποιητής γεννιέται ένας προφήτης…

*

Των φιλοσόφων γνώρισα τα χάλια
σαν κουβαλούσαν, χτες, στην αγορά
μες σε καλάθια τα ίδια τους κεφάλια
και τα διαλαλούσαν δυνατά.

«Εδώ η σοφία! Για πούλημα σοφία!»
Φιλόσοφοι φτωχοί, σαν τι ωφελεί
κάποιον που για να θρέψει καρδιά μία,
το δύστυχο κεφάλι του πουλεί…

*

Κάποτ’ είπ’ ο φιλόσοφος στο σκουπιστή του δρόμου,
«Λυπάμαι σε, είναι βρώμικη η δουλειά σου και σκληρή».
Κι ο σκουπιστής του δρόμους λέει, «Λάβε το φχαριστώ μου,
μα – Κύριε – τη δουλειά σου κάποιος να ’ξερε, μπορεί;»

Κι είπ’ ο φιλόσοφος, «Το νου, σπουδάζω, στους ανθρώπους.
Τους πόθους τους ανθρώπινους και κάθε ανθρώπου πράξη».
Και τότε ο σκουπιστής, γελώντας, ξέχασ’ όποιους κόπους
και λέει, «Εγώ λυπάμαι εσέ», και που πια να στενάξει…

*

Αλήθειες, που τολμάει ν’ ακούσει είναι κι αυτός μεγάλος,
όσο κ’ εκείνος, που τολμάει να τις φωνάξει, ο άλλος…



5. Άμμος και αφρός

Που να χωρίζει την ανάγκη από την πολυτέλεια,
ποιανού μπορεί, γραμμή να κάνει χέρι, να δει μάτι;
Οι άγγελοι μόνο το μπορούν μα και το κάνουν τέλεια.

Σοφοί όμως είναι οι άγγελοι και ποθυμιές γεμάτοι.
Ίσως άγγελοι οι πιο καλές μας σκέψεις είναι, μόνες
που μες σ’ αιθέρα αυτές πλανιούνται φωτερούς λειμώνες.

*

Πρίγκηπας, ο πραγματικός, εκείνος είναι πο ’χει
στήσει το θρόνο σ’ ασκητή καρδιά, μικρούλα κώχη…

*

Πιότερα, αν δώσεις τ’ αλλουνού, απ’ όσα εσύ μπορείς,
της γενναιοδωρίας σου – εκφράζει αυτό – τον πλούτο.
Μα, απ’ τις ανάγκες σου πιο λίγα, σαν εσύ ζητείς,
στεφάνι δόξας, στην περφάνια τη δική σου, ετούτο…

*

Αληθινά: συ δέ χρωστάς τίποτα σ’ άνθρωπο ένα.
Τα πάντα όμως οφείλεις σε ό λ ο υ ς, τι όλοι πρόσφεραν για σένα…

*

Στο παρελθόν, όσοι έζησαν, μαζί μας ζουν κ’ εκείνοι,
κι οικοδεσπότης άξενος, ποιος μας, θέλει να γίνει;

*

Κείνος που θέ τα πιο πολλά και πιο τα λαχταρίζει,
εκείνος και περσότερο ζει, και ζωή χαρίζει…

*

Μου λένε πως, «Στο χέρι ένα πουλί
με δέκα αξίζει που είναι στον αγέρα».
Κ’ εγώ απαντώ, «Αξίζουν πιο πολύ
δέκα πουλιά ή φτερά, που φεύγουν πέρα»…

Γιατί και το φτερούγι που ζητείς
είν’ η ζωή: με πόδια φτερωμένα.
Τι λέω· είναι το λάμπασμα της ζωής
που δεν πρέπει να σβήεται από κανένα!...

*

Πρωταρχικά στοιχεία δυο: η Ομορφιά και η Αλήθεια,
υπάρχουν, κι όλα σβήνουνε μπροστά στις δυο αυτές, μόνες.
Η Ομορφιά που κλείνεται μες στου εραστού τα στήθια,
κι η αλήθεια, με των εργατών – που οργώνει – του μυώνες…

*

Σκλάβο της με κρατάει, και μόνο, η ομορφιά η μεγάλη.
Μα η μεγαλύτερη – από αυτήν – μ’ ελευθερώνει πάλι…

*

Πιο φωτερή, η ομορφιά, μες στην καρδιά
κείνου που για ομορφάδα λαχταρίζει,
παρά μέσα σε κείνου τη ματιά
την ομορφιά που εμπρός του – κει αντικρίζει…

*

Σ’ εκείνον, στέκω εμπρός με θαυμασμό,
τη σκέψη του σ’ εμέ που φανερώνει.
Κι αυτόν που τα όνειρά του, λέει, τιμώ.
Μα απλώνω, δισταγμού ή ντροπής, σεντόνι
τον, που με υπηρετεί, να μην κοιτώ…

*

Ένδοξοι, όσοι ’χαν πριν έμφυτα-δώρα,
υπηρετούσαν πρίγκηπες τρανούς,
Κι όμως τιμές διεκδικούν και τώρα
που δεν υπηρετούν παρά φτωχούς…

*

Οι άνθρωποι οι πρακτικοί – το ξέρουν όλοι οι αγγέλοι –
με του ονειροπαρμένου ιδρώτα: «βγάζουν το καρβέλι»…

*

Το χιούμορ είναι μάσκα – που συχνά –
Που αν βγάζοντάς την δεις με γρηγοράδα,
μια θυμωμένη διάνοια θα κρατά
ή κάποια φιλοπαίγμονη εξυπνάδα…

*

Κι αυτόν που με κατανοεί, κι αυτόν που δέ με νιώθει,
τους δικαιώνω και τους δυο μ’ άλλο μετράνε «γνώθι»…

*

Μονάχ’ αυτοί που στην καρδιά κλειούν μυστικά, κ’ εσένα
τα μυστικά μες στην καρδιά σου βρίσκουν τα κρυμμένα…

*

Εκείνος που μοιράζεται χαρές που είχες εσύ
μα ξεμακραίνει όταν του πόνου έρθει η κακή στιγμή σου,
θέ νάρθει η ώρα που θα ψάχνει και που δέ θα βρει:
κλειδί, της μιας απ’ τις εφτά πύλες, του παραδείσου…

*

Ναι, βρίσκεται η Νιρβάνα. Εκεί στο πράσινο λιβάδι
που βόσκεις το κοπάδι σου. Στην ερημιά του δάσου.
Την ώρα που νανούρισμα, στο βρέφος λες, σα χάδι.
Και στη γραμμή την τελευταία, σαν γράψεις το ποίημά σου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Share this post