1/3/09

10. AMMOΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΣ




Όλοι οι μεγάλοι, που έχω ακούσει ή με τα μάτια μου είδα,
κάτι μικρό ’χαν – σύμφυτο – στο τέλειο μια κηλίδα.
Κι ήταν, εκείνο το μικρό, σ’ αυτούς πουχ’ εμποδίσει
την τρέλα, την αυτοκτονία ή την αδράνεια, ως λύση…

*

Είναι οι πραγματικά – κι αυτούς λέω ανθρώπους μεγάλους –
που δεν εξουσιάζονται κι ούτ’ εξουσιάζουν άλλους…

*

Δεν βρίσκω, το καλό και το κακό
πως δεν τραβούν τον άνθρωπο απ’ τη μύτη,
αφού σκοτώνει με ίδιο λογικό,
μαζί με το φονιά και τον προφήτη…

*

Έπεσ’ η ανεχτικότητα ερωτοχτυπημένη
στη νόσο της αλαζονίας, π’ άρρωστος δεν βγαίνει…

*

Θα υποχωρήσουν τα σκουλήκια. Μα, περίεργο! ακόμα
Κι οι ελέφαντες, γονατιστοί – θα – πέσουνε, στο χώμα…

*

Η ασυμφωνία, μπορεί να ’ταν η πιο ευθεία στράτα
που δυο σκέψεις θα ένωνε, κάποιος αν την περπάτα…

*

Είμαι τα δυο, που το ένα – του άλλου πεινασμένο μένει:
είμαι η φλόγα η δυνατή κι η σκούπα η ξεραμένη…

*

Όλοι για την κορφή του ιερού βουνού.
Το παρελθόν, για χάρτη, αν πάρουμε όμως
– αντίς για οδηγητή του καθενού –
τάχα δέ θα ’ναι πιο μικρός ο δρόμος;

*

Παύει η σοφία, σαν γενεί πολύ
περήφανη που να μη χύνει δάκρυ
ή, που να μη γελάει, σοβαρή –
ή ατομικίστρια: π’ όλους πάει στην άκρη…

*

Αν θα γιομίσω τον εαυτό μου μ’ όλη σου τη γνώση,
ποιο χώρο θα ’χω, ή άγνοιά σου να χωρέσει, η τόση…

*

Από τους φλύαρους, τη σιωπή πήρα για διδαχή,
διδάχτηκ’ από τους κακούς το τι ’ναι καλοσύνη,
κι από τους μη ανεχτικούς: να δείχνω εγώ ανοχή.
Κι όμως, σε τέτοιους δάσκαλους, δέ νιώθω ευγνωμοσύνη…

*

Φανατικός; Φανατικός είν’ ένας ρήτορας κουφός…

*

Του φθονερού: μεγάλο, κάνει η σιωπή του, σάλο…

*

Σαν έφτασες στην άκρη αυτών: που πρέπουνε της γνώσης,
θέ να ’σαι στην αρχή εκείνων που πρέπει να τα νιώσεις…

*

Υπερβολή ’ναι κάποια αλήθεια, που βγάζουν θυμωμένα στήθια.

*

Αν βλέπεις μόνο όσα το φως σου τα φωτίζει πλέρια,
κι ακούς τα ψιθυρίσματα των γήινων ήχων μόνο,
τότε ποτέ δέ θ’ αντικρίσεις τ’ άυλα περιστέρια,
κι ούτε θ’ ακούσεις τις πληγές, τ’ ανθρώπου, και τον πόνο…

*

Το γεγονός η αλήθεια εκείνη που γένους ουδετέρου εγίνη.

*

Δεν το μπορείς: και να γελάει πραγματικά το στόμα,
και μέσ’ στα φυλοκάρδια σου να ’σαι κακός, ακόμα…

*

Αυτοί που είν’ στην καρδιά μου πιο κοντά
και θα ’θελε η ψυχή μου να τους ξέρει:
έναν, χωρίς βασίλειο, βασιλιά,
κ’ έναν φτωχό χωρίς ζήτουλα χέρι…

*

Τη ντροπαλή αποτυχία, καθείς, πιο πάνω βάζει
απ’ την επιτυχία που γύρω κράζει κι αλαλάζει…

*

Όπου κι αν σκάψει θησαυρό μπορεί κανείς να βρει,
φτάνει με πίστη χωρικού να σκάβει μες στη γη…

*

Κυνηγημένη από είκοσι σ’ αλόγατα καβάλα,
και τσούρμο είκοσι σκυλιών, η αλεπού θα πει,
«Θα με σκοτώσουν σίγουρα. Μα από μυαλό μια στάλα
δεν πρέπει να ’χουν οι άνθρωποι, κι ούτε σταλιά ντροπή.

Γιατί αλεπούδες είκοσι, καβάλα σε γαϊδούρια,
θ’ άξιζ’ ο κόπος; (σίγουρα όχι – ποιο το κέρδος τάχα)
μ’ είκοσι λύκους συνοδειά, να τρέχουνε με φούρια
στο τέλος για να πιάσουν έναν άνθρωπο μονάχα…»
*

Στους νόμους που εμείς φτιάξαμε, νους σκύβει, ο νους και μόνο·
ποτέ η ψυχή μας δέ λυγίζει όσο κι αν πάσχει χρόνο…

*

Θαλασσοπόρος, ταξιδιώτης είμαι· κάθε μέρα
που νέους κόσμους στης ψυχής βρίσκω, όλο, τη σφαίρα…

*

«Ήτανε δίκαιος πόλεμος…» φωνή η γυναίκα βγάνει,
«…ο γιός μου αφού έπεσε σ’ αυτόν!» κι η εξήγησή της φτάνει.

*

Προς τη Ζωή, τα λόγια αυτά φώναξα, ονείρου-δύτης:
«Θέλω να μιλάνε, ν’ ακούσω, φθόγγους του Θανάτου»,
και δυναμώνοντας, η Ζωή, πιότερο τη φωνή της:
«Τον άκουσες! τώρα μιλάει κι είν’ αυτή η λαλιά του».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Share this post