1/3/09

6. AMMOΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΣ





Πρέπει η Φιλία, πάντοτε, γλυκιά να μένει ευθύνη,
κι ουδέποτε: ευκαιρία του ενός· ουδέποτε, να γίνει…

*

Τον φίλο σου αν δεν ένιωσες, σ’ όλες τις περιπτώσεις,
τότε δεν πρόκειται ποτέ σου αυτόν να ξανανιώσεις…

*

Το ρούχο π’ άλλος σου ύφανε λαμπρότερο στο μάτι.
Σ’ άλλου τραπέζι όσα κι αν φας, τα λες θεσπέσια δώρα
Σ’ άλλου το σπίτι πιο ξεκούραστο ήβρες το κρεβάτι…
Πως ξεχωρίζεις: απ’ τον άλλο εσένα, πως μου τώρα;

*

Με την καρδιά μου, το μυαλό σου δέ θα συμφωνήσει,
με νούμερα να ζει – αν δεν πάψει – ο δικός σου νους,
και η δική μου η καρδιά αν ομίχλες δέ διαλύσει,
για να συμπερπατήσουμε σε δρόμους πιο κοινούς.

*

Ο ένας τον άλλο δέ θα νιώσει, όσο κι αν φάμε χρόνο,
λόγια αν δέ λιγοστέψουμε, σ’ εφτά κουβέντες, μόνο…

*

Της κλειδωμένης της καρδιάς κλειδιά: τα ’χουνε χάσει…
Καρδιά, σαν πρέπει ν’ ανοιχτεί – Καρδιά πρέπει να σπάσει

*

Μονάχα τα μεγάλα: θλίψη ή μέγιστη Χαρά –
μπορούνε την αλήθεια σου να βγάλουν, απ’ το σπήλιο
Κι είτε – Γυμνός – τον σταυρικό θ’ ανέβεις Γολγοθά
ή θα χορεύεις, λέφτερα, γυμνός μπροστά στον ήλιο…

*

Αν πρόσεχε, για την απόλαυση τι λέμε η φύση:
οι ποταμοί τη θάλασσα θα βλέπαν από πέρα·
κανείς χειμώνας – σ’ άνοιξη δέ θ’ άλλαζε μια μέρα.
Κι αν άκουγε για οικονομία, τι έχουμε θεσπίσει,
πόσοι από μας θ’ ανάσαιναν ετούτο τον αγέρα;

*

Μόνο τη σκιά του απά στης γης το παγερό κρεβάτι,
κοιτάζει εκείνος, που γυρίζει προς τον ήλιο, πλάτη…

*

Μπροστά στον ήλιο λεύτερο στέκεις την πάσα μέρα,
και μπρος στ’ αστέρια, λεύτερος, την καθεμιά νυχτιά.
Και δίχως ήλιο λεύτερος σαν τον λεπτόν αιθέρα,
κι όταν φεγγάρι κι άστρα, ακόμα, δέ θωρεί η ματιά.

Και λεύτερος, στα γύρω σου, μάτια αν κρατάς κλεισμένα.
Μα σκλάβος κείνου π’ αγαπάς, γιατί τον αγαπάς!
Και σκλάβος κείνου που είπε η μοίρα ν’ αγαπήσει εσένα,
σκλάβο του σ’ έχει ο έρως για σέ, που κλείνει στην καρδιά.

*

Σαν χόρτασες, δεν πάει κι άλλο φαΐ
κάτω. Οι άνθρωποι, αν θες, δεν είναι λύκοι.
Μερίδες το καρβέλι, κι η «μισή»,
σε κάποιο σου συνάνθρωπο, θ’ ανήκει.

Μα πρέπει να κρατάς πάντα, μικρό
κομμάτι, του ψωμιού σου αδερφομοίρι·
για της πορείας το κάθε ξαφνικό
για τον περαστικό ή το μουσαφίρη.

*

Κάθε είσοδος «καλωσορίσατε» έπρεπε να γράψει.
Χωρίς τους μουσαφίρηδες, τα σπίτια, μοιάζουν τάφοι…

*

Μ’ απλή θωριά είδε πρόβατο κι ο λύκος λέει με χάρη,
«Το σπίτι μας μ’ επίσκεψή σου δεν το ’χεις τιμήσει…»Κι είπε τ’ αρνί, «Την πρόσκλησή σου για εύνοια θα ’χαρακτηριστικά πάρει,
αν δεν είχες, μες στην κοιλιά σου, σπίτι εγκαταστήσει…»
*

Σταμάτησα τον ξένο να του πω,
μπρος στο κατώφλι πόρτας ανοιγμένης,
«Όχι, μην τα σκουπίζεις τώρα εδώ,
μα σκούπισε τα πόδια σου, σαν βγαίνεις»…

*

Δεν είσαι γενναιόδωρος όταν μου δίνεις κάτι
που τόσο εγώ το χρειάζομαι, περσότερο από σένα,
μα όταν – χωρίς να τρεμοπαίξεις βλέφαρο και μάτι –
μου δίνεις όσα είναι για σένα πλέον αναγκεμένα…

*

Ο σπλαχνικός, αληθινά, σαν δίνει ελεημοσύνη:
κοιτάζει αλλού – το ντρόπιασμα μη δει – σ’ αυτόν που δίνει.

*

Μιας μέρας πείνα, ώρας δίψα· η διαφορά απ’ τον πλούσιο
προς τον φτωχό, που δέ θα λάχει ουδέ τον επιούσιο…

*

Συχνά ζητάμε δανεικά από τ’ αύριο, η πείρα λέει,
για να πληρώσουμε του χτες – που ’χαμε κάνει – χρέη.

*

Και μένα μ’ επισκέπτονται συχνά
καλά αγγελούδια και κακοί διαβόλοι,
μα εγώ ’χω βρει, κουτή, μια πονηριά
για να με παρατάνε ήσυχο όλοι…

Του αγγέλου, προσευχή λέω – μια παλιά,
κ’ ευθύς μακριά πετάει, βαριεστημένα.
Του διάολου, αμάρτημα ένα – απ’ τα παλιά.
κάνω, κ’ ευθύς το σκάει μακριά από μένα.

*

Παρ’ όλα της – δεν είναι η φυλακή
κακή. Μονάχα ο τοίχος δέ μ’ αρέσει
που απ’ του φυλακισμένου το κελί
του διπλανού, μας κόβει – δυο στη μέση…

Κι όμως το δεσμοφύλακα ποτέ
δέ μέμφομαι, το λέω με λόγο μου ίσο,
μήτε της φυλακής το χτίστη, ναι
δέ σκέφτηκα, ποτέ, να τον κακίσω.

*

Εκείνος που σου δίνει φίδι, σαν ζητήσεις ψάρι,
ίσως δεν έχει, παρά φίδια μόνο, στον τουρβά του,
κ’ έτσι θαρρεί – στην προσφορά του – πως σου κάνει χάρη
και γενναιοδωρία, μ’ αυτό, το φίδι του θανά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Share this post