13/9/11

Ο ΚΑΛΟΣ ΘΕΟΣ ΚΙ Ο ΚΑΚΟΣ ΘΕΟΣ


Ο Καλός Θεός κι o Κακός Θεός
- µέ διάφορον αγέρα ­
ανταµώθηκαν σε κορφή βουνου,
την πιο µεγάλη.

Ο Καλός Θεός είπε:
-Αδελφέ, Καλή σου κι 'Αγια µέρα.

Ο Κακός Θεός δεν άνοιξε στόµα, µιλιά να βγάλει.
Ο Καλός Θεός λέει:
-Στις κακές σου πάλι!
-Ποιά η Ιστορία;
-Να, είπ' ο Κακός,
γιατί συχνά µε παίρνουνε για σένα,τ'όνοµά σου,
µου δίνουν και την προς εσέ λατρεία,
κι αυτό µε κάνει να υποφέρω τρισαπελπισµένα.

Κι ο Καλός Θεός
-Μη χολοσκας για τέτοιες άρες µάρες.
Μήπως, µε τ' όνοµά σου εµένα δεν καλούν τα πλήθη;
Κι ο Κακός Θεός φεύγει
σκορπώντας χίλιες δυο κατάρες
για τη βλακεία που,
δίδυµη µε τους θνητούς, γεννήθη.

15/2/11

Ο ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ

Κάποτε, που έθαβα νεκρό, κάποιον εαυτό μου, πάλι·
κοντά μου ο νεκροθάφτης ήρθε να μου πει:
«Στ' αλήθεια απ' 'ολους που, να θάψουνε, η μοίρα εδώ έχει βγάλει,
μόνο για σένα αγάπη να 'χω νιώθω μες στα στήθια».

Και του 'πα εγώ:
«Τα λόγια σου, για με, χαρά μεγάλη, όμως
το ν' αγαπάς εμέ τι σ' εχει κάνει τάχα;» «Γιατί», ειπ' εκείνος,
«κλαίοντας φτάνουν­- κλαίοντας φεύγουν οι αλλοι.
Ενώ γελώντας - κι ερχεσαι και φεύγεις - συ μονάχα».

12/2/11

ΤΑ ΤΡΙΑ ΜΥΡΜΗΓΚΙΑ



Τρία μυρμήγκια συναπαντήθηκαν πάνω στη μύτη κάποιου που ήταν ξαπλωμένος και κοιμότανε στον ήλιο.
Κι αφού αλληλοχαιρετίστηκαν, καθένα σύμφωνα με τα έθιμα της φυλης του, στάθηκαν να κουβεντιάσουν.
Το πρώτο μυρμήγκι είπε:
«Αυτοί οι λόφοι κι οι πεδιάδες είναι οι πιο γυμνόκαρπες απ' όσες έχω δει ποτές μου.
'Έψαχνα ολημερίς για ένα - οποιοδήποτε - σποράκι και δε βρήκα τίποτα».

Κι είπε το δεύτερο μυρμήγκι:
«Κι εγώ τα ίδια, τίποτα δε βρήκα, κι έφαγα κάθε γωνιά και ξέφωτο.
Αυτή 'ναι θαρρώ, κείνη που λένε οι συμπατριώτες μου: μαλακή και κινούμενη γη που σε δαύτη τίποτα δεν ξεφυτρώνει».

Τότε, το τρίτο μυρμήγκι, σήκωσε το κεφάλι του κι είπε:
«Φίλοι μου, στεκόμαστε αυτή τη στιγμή πάνω στη μύτη του Υπερμύρμηγκα,
του πανίσχυρου κι άπειρου Μυρμηγκιού, που τό στόμα του είναι τόσο μεγάλο που εμείς να μην
μπορούμε να το δούμε, που η σκιά του ειναι τόση - σ' απεραντοσύνη -
που να μην μπορουμε να τη σχεδιαγραφήσουμε,
που η φωνή του είναι τόσο βροντερή που να μην μπορούμε να την ακούσουμε· κι είναι αυτός ο πανταχού παρόντας».

'Όταν το τρίτο μυρμήγκι μίλησε έτσι, τ' άλλα μυρμήγκια αλληλοκοιτάχτηκαν και γέλασαν.

Και την ίδια εκείνη στιγμή ο άνθρωπος κουνήθηκε στον ύπνο του, σήκωσε το χέρι του κι έξυσε τη μύτη του, και τα τρία μυρμήγκια γίνηκαν λιώμα.

Share this post