22/6/20

The Poet - "A Tear and a Smile"


THE POET

He is a link between this and the coming world. He is a pure spring from which all thirsty souls may drink.
He is a tree watered by the River of Beauty, Bearing fruit which the hungry heart craves; He is a nightingale, Soothing the depressed spirit with his beautiful melodies;
He is a white cloud appearing over the horizon, Ascending and growing until it fills the face of the sky. Then it falls on the flows in the field of Life,
Opening their petals to admit the light. He is an angel, Sent by the goddess to preach the Deity's gospel; He is a brilliant lamp, Unconquered by darkness
And inextinguishable by the wind. It is filled with oil by Ihstar of Love, And lighted by Apollon of Music.
He is a solitary figure, Robed in simplicity and kindness;
He sits upon the lap of Nature to draw his inspiration,
And stays up in the silence of the night, Awaiting the descending of the spirit. He is a sower Who sows the seeds of his heart in the prairies of affection,
And humanity reaps the harvest for her nourishment.
This is the poet−−whom the people ignore in this life,
And who is recognized only when he bids the earthly world farewell And returns to his arbour in heaven.
This is the poet−−who asks naught of humanity but a smile. This is the poet−−whose spirit ascends and fills the firmament with beautiful sayings;
Yet the people deny themselves his radiance.
Until when shall the people remain asleep?
Until when shall they continue to glorify those who attain greatness by moments of advantage? How long shall they ignore those who enable them to see the beauty of A Tear and a Smile

THE POET 6
their spirit, Symbol of peace and love?
Until when shall human beings honour the dead and forget the living, Who spend their lives encircled in misery,
And who consume themselves, Like burning candles to illuminate the way For the ignorant and lead them into the path of light?
Poet, you are the life of this life,
And you have triumphed over the ages of despite their severity. Poet, you will one day rule the hearts, And therefore, your kingdom has no ending.
Poet, examine your crown of thorns;
You will find concealed in it a budding wreath of laurel

22/5/12

Η ΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ

O Αλμουσταφά ο διαλεχτός και αγαπημένος , που ήταν φως αυγινό στη δική του μέρα , περίμενε δώδεκα ολόκληρα χρόνια στην πόλη της Ορφαλεζίας για το καράβι που θα γύριζε και θα τον έπαιρνε πίσω στο νησί που γεννήθηκε.
Και στο δωδέκατο χρόνο , την εβδόμη μέρα του Γιελούλ, του μήνα του θερισμού, ανέβηκε το λόφο που ήταν έξω από τα τείχη της πόλης και κοίταξε κατά την θάλασσα κι ανάμεσα από την αραιή ομίχλη ξεχώρισε το καράβι του που ερχόταν .
Τότε οι πόρτες της καρδιάς του άνοιξαν μεμιας και η χαράτου φτερούγισε μακριά πάνω από την θάλασσα.Κι εκείνος έκλεισε τα μάτια του και προσευχήθηκε μέσα στη σιωπή της ψυχής του.
Καθώς όμως κατέβαινε το λόφο, κάποια θλίψη άγγιξε την ψυχή του και μια σκέψη γεννήθηκε στην καρδιά του.
Πως θα μπορέσω να φύγω ήρεμα και χωρίς πόνο;
Όχι , δεν θα μπορέσω να φύγω από την πόλη αυτή χωρίς μια πληγή στην ψυχή μου.Πολλές ήταν οι μέρες του πόνου που πέρασα μέσα στα τείχη της, και πολλές οι νύχτες της μοναξιάς μου,καί ποιός μπορεί ν'αποχωριστεί τον πόνο και την μοναξιά του χωρίς λύπη;
Πάρα πολλά κομμάτι ατου πνεύματός μου διασκόρπισα σ' αυτούς τους δρόμους , και πάρα πολλά είναι τα παιδιά της λαχτάρας μου που βαδίζουν γυμνά ανάμεσα σε αυτούς τους λόφους , και δεν μπορώ να φύγω μακριά τους χωρίς κάποιο βάρος και κάποιον πόνο .
Σήμερα δεν πετώ από το κορμί μου ένα ρούχο , αλλά σχίζω το δέρμα μου με τα ίδια μου τα χέρια .
Ούτε είναι μια σκέψη αυτό που αφήνω πίσω μου, αλλά μια καρδιά που γλύκανε με την πείνα και την δίψα .Κι ωστόσο δεν μπορώ ν' αργοπορήσω άλλο εδώ.Η θάλασσα που καλεί όλα τα πράγματα κοντά της , καλεί κι εμένα , και πρέπει να ταξιδέψω.
Γιατί , το να μείνω , κι άν ακόμα κάνει ζέστη φλογερή μέσα στη νύχτα , για μένα θα σημαίνει πάγωμα και κρουστάλιασμα και σκλάβωμα μέσα στο καλούπι.
Μ'ευχαρίστηση θα έπαιρνα μαζί μου όλα όσα είναι εδώ.Άλλά πως μπορώ;
Η φωνή δεν μπορεί να πάρει μαζί της τη γλώσσα και τα χείλη που της έδωσαν φτερά.Μόνη πρέπει να πετάξει στα αιθέρια .Και μόνος , χωρίς τη φωλιά του θα πετάξει ο αετός στα ουράνια.
Σε λίγο , όταν έφτασε στα ριζά του λοφου , στράφηκε πάλι πrος την θάλασσα, και είδε το καράβι του να πλησιάζει στο λιμάνι , και πάνω στην πλώρη του είδε τους ναύτες , ανθρώπους της πατρίδας του.
Και η ψυχή του μίλησε προς αυτούς και είπε:
Παιδιά της πρώτης μάνας μου , εσείς που κουβαλάτε τα θαλασσινά ρεύματα , πόσες φορές αρμενίσατε στα όνειρά μου.Και τώρα έρχεστε στον ξύπνιο μου, που είναι το πιο βαθύ μου όνειρο.
Έτοιμος είμαι να φύγω, κι η προθυμία μου με τα πανιά απλωμένα περιμένει τον άνεμο.Άλλη μια μόνο ανάσα θα πάρω σ'αυτό τον ακίνητο αέρα, άλλη μια ματιά αγάπης θα ρίξω πίσω μου.Και θα βρεθώ αναμεσά σας , θαλασσοπόρος ανάμεσα σε θαλασσοπόρους.
Και εσύ , απέραντη θάλασσα, κοιμούμενη μητέρα,που εσύ μόνο είσαι ειρήνη κι ελευθερία για το ποτάμι και το ρεύμα κι άλλη μια μόνο φορά θα μουρμουρίσει σ'αυτό το ξέφωτο, και μετά,εγώ θα 'ρθω σε σένα , μια ελεύθερη σταλαγματιά στον απέραντο ωκεανό.
Και καθώς προχωρούσε, είδε από μακριά άντρες και γυναίκες που άφηναν τους αγρούς και τα αμπέλια τους και βάδιζαν βιαστικά προς τις πύλες της πόλης.
Κι άκουσε τις φωνές τους που έλεγαν τ'όνομά του, και κράυγαζαν από χωράφι σε χωράφι , μηνώντας η μια στην άλλη πως το καράβι του είχε φτάσει.
Και εκείνος είπε μέσα του:
Θα είναι η μέρα του χωρισμού μέρα συνάντησης ;
Και θα πουν ότι το ηλιογερμά μου ήταν πραγματικά η χαραυγή μου;
Και τι θα δώσω σε αυτόν που άφησε το αλέτρι του στην μέση της αυλακιάς,και σε εκείνον που σταμάτησε τον τροχό στο πάτημα των σταφυλιών ;
Θα γίνει η καρδιά μου δέντρο βαρυφορτωμένο με καρπούς που θα μαζέψω και θα τους μοιράσω;
Και θα τρέξουν οι λαχτάρες οι λαχτάρες μου σαν το νερό της κρήνης για να γεμίσω τις κούπες τους;
Μήπως είμαι άρπα που μπορεί ν'αγγίξει το χέρι του Δυνατού, η μια φλογέρα που η ανάσα του να περάσει μέσα μου;
Εγώ είμαι ο αναζητητής της σιωπής, και τι θησαυρό έχω βρείστη σιωπή που να μπορώ να τον χαρίσω μ' εμπιστοσύνη;
Αν ετούτη είναι η μέρα της συγκομιδής μου,σε ποιά χωράφια έχω σπέιρειτο σπόρο μου , και σε ποιούς αμνημόνευτους καιρούς;
Aν αυτή είναι πραγματικά η ώρα όπου θα υψώσω το φανάρι μου, δε θα είναι η δική μου φλόγα που θα καίει μέσα σε αυτό .
Άδειο και σκοτεινό θα υψώσω το φανάρι μου,
και ο νυχτοφύλακας θα το γεμίσει λάδι και θα το ανάψει.
Αυτές τις σκέψεις τις διατύπωσε με λόγια .
Πολλά όμως απ'όσα είχε στην καρδιά του έμειναν ανείπωτα.Γιατί κι αυτός ο ίδιος δεν μπορούσε να εκφράσει το πιο βαθύ του μυστικό.
Κι όταν μπήκε στην πόλη , όλος ο λαός ήρθε και τον αντάμωσε , κι όλοι μαζί του φώναζαν σαν με μια φωνή.Και οι γεροντότεροι της πόλης βγήκαν μπροστά και είπαν :
Μη μας αφήνεις από τώρα.
Ήσουν ήλιος μεσημεριάτικος στο σούρουπό μας , κι η νιότη σου μας χάρισε όνειρα για να ονειρευόμαστε.Δεν είσαι ξένος ανάμεσά μας , ούτε φιλοξενούμενος , αλλά παιδί μας και πολυαγαπημένος μας.Μη κάνεις ακόμα τα μάτια μας να πεινάσουν για το πρόσωπό σου.
Οι ιερείς και οι ιέρειες του είπαν :
Μην αφήσεις τα κύματα της θάλασσας να μας χωρίσουν τώρα, και τα χρόνια που πέρασες ανάμεσά μας να γίνουν μνήμη.Περπάτησες ανάμεσά μας σαν πνεύμα , κι ο ίσκιος ήταν φως στα πρόσωπά μας .
Σ'αγαπήσαμε πολύ.Η αγάπη μας όμως ήταν άφωνη ,και κρυμμένη κάτω από πέπλα.Αλλά τώρα σου φωνάζει δυνατά , και ξεσκεπάζεται μπροστά σου.
Μα ποτέ η αγάπη δεν γνωρίζει το ίδο της το βάθος πριν φτασει η ώρα του χωρισμού.
Ήρθαν κι οι άλλοι και τον παρακάλεσαν, Αλλ' αυτός δεν τους απάντησε . Έσκυβε μόνο το κεφάλι του, κι όσοι ήταν κοντά του, είδαν τα ΄δάκρυά του που έσταζαν στο στήθος του.
και μαζί με όλο το λαό προχώρησε προς τη μεγάλη πλατεία , μπροστά στο ναό.Κι εκεί από το ιερό του ναού , βγήκε μια γυναίκα που το όνομά της ήταν Αλμήτρα.Ήταν η μάντισσα.
Κι αυτός έριξε πάνω της άπειρα τρυφερό το βλέμμα του , γιατί αυτή ήταν η πρώτη φορά που τον γύρεψε και τον πίστεψε, όταν εκείνος δε βρισκόταν στην πόλη τουςπαρά μόνο μια μέρα.
Κι η Αλμήτρα τον χαιρέτησε , και του είπε :
Προφήτη του Θεού, που αναζητάς το υπέρτατο, πολύ καιρό έψαχνες τις θάλασσες για το καράβι σου.
Και τώρα το καράβι σου ήρθε, κι εσύ πρέπει να φύγεις.Βαθιά είναι η λαχτάρα σου για τη γη των αναμνήσεων σου και την κατοικία των μεγάλων πόθων σου,και η αγάπη μας δε θα μπορούσε να σε δέσει, ούτε οι ανάγκες μας να σε κρατήσουν.
Όμως, σου ζητούμε ένα πράγμα πριν μας αφήσεις, να μας μιλήσεις και να μας δώσεις από την αλήθεια σου.Και εμείς θα τη δώσουμε στα παιδιά μας, κι εκείνα στα δικά τους παιδιά, κι έτσι δε θα χαθεί.Στη μοναξιά σου παρατήρησες τις μέρες μας, και στον ξύπνιο σου άκουσες το κλάμα και το γέλιο του ύπνου μας.Τώρα , λοιπόν , αποκάλυψέ μας τον εαυτό σου, και πες μας όλα όσα έχεις νοιώσει για όσα βρίσκονται ανάμεσά στη γέννηση και στο θάνατο.
Κι εκείνος απάντησε :
Λαέ της Ορφαλεζίας , για τι άλλο μπορώ να μιλήσω εκτός από αυτό που ακόμα και τώρα σαλεύει μέσα στις ψυχές σας;

6/5/12

Η ΒΛΟΓΗΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ


Σαν ήμουν στον καιρό της νιότης μου είχαν πει πως σε κάποια πολιτεία ζουσαν όλοι οι άνθρωποι μ' οδηγήτρες τους τις Γραφές.

Κι είπα:
«Θ' αναζητήσω αυτή την πόλη, να χαρώ την ευλογία της».


Κι ήταν μακριά πολύ. Κι έκανα γερή κουμπάνια για το ταξίδι μου.
Και μετά σαράντα μέρες ξεδιάκρινα την πόλη, και στις σαράντα μέρες και μια, σ' αυτήν εμπήκα.

Και τι να δω!
Το σύνολο από τους κάτοικους της πόλης, ήταν άτομα που δεν είχαν παρά μόνο ένα μάτι κι ένα χέρι.
Κι εμβρόντητος μονολόγησα:
«Μπορεί σε μια τόσο άγια πόλη οι άνθρωποι να μην έχουν παρά ένα μάτι κι ένα χέρι;»

Τότε πρόσεξα πως κι εκείνοι είχαν μείνει κατάπληχτοι,
απορώντας πολύ, για τα δυο μου μάτια και τα δυο μου χέρια.

Και καθώς αντάλλαζαν κουβέντες, μεταξύ τους, τους ρώτησα:
«Eίναι στ' αλήθεια αυτή η Βλογημένη Πολιτεία, που καθένας ζει μ' οδηγήτρες του τις Γραφές;»

Και μου απάντησαν: «Ναι, αυτή 'ναι».

«Και τι συφορά σας βρήκε», είπα, «τι έγιναν τα δεξιά σας μάτια και τα δεξιά σας χέρια;»

Κι όλος Ο λαός μπήκε σε κίνηση.
Κι είπανε: «'Έλα, να δεις» ..

Και με πήγαν στο ναό, καταμεσής στην πόλη.

Και μέσα στο ναό είδα: σωρό χέρια και μάτια.
Σα φύλλα μαδημένα.

Και τότες είπα: «Αλίμονο! Ποιός κουρσευτής πρόσταξε, τέτοια σκληρότητα, σε βάρος σας;»

Και, ψίθυρος υψώθηκε σαν κύμα ανάμεσό τους.

Κι ένας από τους πρεσβύτερους βγήκε μπροστά από όλους κι είπε:
«Είναι αυτοπραξία μας.

Ο Θεός μας έκανε κουρσευτές πάνω στο κακό που έβοσκε μέσα μας».

Και μ' οδήγησε μπρος σ' ένα ψηλό βωμό, κι ολόκληρο το πλήθος ακλουθουσε.

Και μου 'δειξε πάνου στο βωμό μια επιγραφή, σκαλισμένη, που έγραφε:

«Ει δε ο οφθαλμός σου ο δεξιός σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε απο σου· συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληση εν των μελών σου, και μη όλον το σώμα σου βληθή εις γέεναν' και ει η δεξιά σου χειρ σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτήν και βάλε από σου· συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληση εν των μελών σου και μη όλον το σώμα σου βληθή εις γέεναν».

Τότε μπήκα στο νόημα.
Και στρεφόμενος στα πλήθη φώναξα:
«Δεν υπάρχει ούτε ένας, (άντρας η γυναίκα, ανάμεσό σας: που να έχει δυο μάτια η δυο χέρια;»

Και μου απάντησαν, λέγοντας:
«Όχι, ούτε ένας. Δεν υπάρχει Ούτε ένας, εχτός από τα παιδιά - τα πολύ μικρά ακόμα για να μπορούν να διαβάσουν τη Γραφή και να καταλάβουν τις εντολές της».

Και μόλις βγήκαμε από το ναό, εγκατάλειψα αμέσως τη Βλογημένη Πολιτεία'
γιατί δεν ήμουν πολύ μικρός, και γιατί μπορούσα τη Γραφή να διαβάσω.

Share this post