Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ο ΤΡΕΛΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ο ΤΡΕΛΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

6/5/12

Η ΒΛΟΓΗΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ


Σαν ήμουν στον καιρό της νιότης μου είχαν πει πως σε κάποια πολιτεία ζουσαν όλοι οι άνθρωποι μ' οδηγήτρες τους τις Γραφές.

Κι είπα:
«Θ' αναζητήσω αυτή την πόλη, να χαρώ την ευλογία της».


Κι ήταν μακριά πολύ. Κι έκανα γερή κουμπάνια για το ταξίδι μου.
Και μετά σαράντα μέρες ξεδιάκρινα την πόλη, και στις σαράντα μέρες και μια, σ' αυτήν εμπήκα.

Και τι να δω!
Το σύνολο από τους κάτοικους της πόλης, ήταν άτομα που δεν είχαν παρά μόνο ένα μάτι κι ένα χέρι.
Κι εμβρόντητος μονολόγησα:
«Μπορεί σε μια τόσο άγια πόλη οι άνθρωποι να μην έχουν παρά ένα μάτι κι ένα χέρι;»

Τότε πρόσεξα πως κι εκείνοι είχαν μείνει κατάπληχτοι,
απορώντας πολύ, για τα δυο μου μάτια και τα δυο μου χέρια.

Και καθώς αντάλλαζαν κουβέντες, μεταξύ τους, τους ρώτησα:
«Eίναι στ' αλήθεια αυτή η Βλογημένη Πολιτεία, που καθένας ζει μ' οδηγήτρες του τις Γραφές;»

Και μου απάντησαν: «Ναι, αυτή 'ναι».

«Και τι συφορά σας βρήκε», είπα, «τι έγιναν τα δεξιά σας μάτια και τα δεξιά σας χέρια;»

Κι όλος Ο λαός μπήκε σε κίνηση.
Κι είπανε: «'Έλα, να δεις» ..

Και με πήγαν στο ναό, καταμεσής στην πόλη.

Και μέσα στο ναό είδα: σωρό χέρια και μάτια.
Σα φύλλα μαδημένα.

Και τότες είπα: «Αλίμονο! Ποιός κουρσευτής πρόσταξε, τέτοια σκληρότητα, σε βάρος σας;»

Και, ψίθυρος υψώθηκε σαν κύμα ανάμεσό τους.

Κι ένας από τους πρεσβύτερους βγήκε μπροστά από όλους κι είπε:
«Είναι αυτοπραξία μας.

Ο Θεός μας έκανε κουρσευτές πάνω στο κακό που έβοσκε μέσα μας».

Και μ' οδήγησε μπρος σ' ένα ψηλό βωμό, κι ολόκληρο το πλήθος ακλουθουσε.

Και μου 'δειξε πάνου στο βωμό μια επιγραφή, σκαλισμένη, που έγραφε:

«Ει δε ο οφθαλμός σου ο δεξιός σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε απο σου· συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληση εν των μελών σου, και μη όλον το σώμα σου βληθή εις γέεναν' και ει η δεξιά σου χειρ σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτήν και βάλε από σου· συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληση εν των μελών σου και μη όλον το σώμα σου βληθή εις γέεναν».

Τότε μπήκα στο νόημα.
Και στρεφόμενος στα πλήθη φώναξα:
«Δεν υπάρχει ούτε ένας, (άντρας η γυναίκα, ανάμεσό σας: που να έχει δυο μάτια η δυο χέρια;»

Και μου απάντησαν, λέγοντας:
«Όχι, ούτε ένας. Δεν υπάρχει Ούτε ένας, εχτός από τα παιδιά - τα πολύ μικρά ακόμα για να μπορούν να διαβάσουν τη Γραφή και να καταλάβουν τις εντολές της».

Και μόλις βγήκαμε από το ναό, εγκατάλειψα αμέσως τη Βλογημένη Πολιτεία'
γιατί δεν ήμουν πολύ μικρός, και γιατί μπορούσα τη Γραφή να διαβάσω.

22/10/11

ΠΡΟΣΩΠΑ



Με χίλιες όψεις πρόσωπο μου 'τυχε να 'χω δει,
και πρόσωπο μ' ανάλλαχτη τη μια και μόνη του όψη,
σαν εκμαγείο που κρατουν πολλοί (στερνή φυγή ...)
όταν το δρέπανο του χάρου τον καρπό έχει κόψει.

Έχω απαντήσει πρόσωπο,
που μπόρεσα να δω
μέσ' απ' την έξω λάμψη του,
της ασκήμιας τα βύθια,
και πρόσωπο που χρειάστηκε
ν' αποκαλύψω οδό στις λάμψες του,
την ομορφιά για να χαρώ στ'αλήθεια.

Γέρικο πρόσωπο έχω δει,
περγαμηνή σωστή,
που τίποτα δεν εγραφε πια για τα περασμένα,
κι αντάμωσα λείο πρόσωπο,
σωστά που αν διβαστεί
για, πράξεις και για πράγματα,
τα πάντα έχει γραμμένα.

Τα πρόσωπα γνωρίζω εγώ
γιατί κοιτάζω πίσω
απ' του δικού μου του ματιού,
που υφαίνεται,την πλέξη·
κι ότι γραμμένο κι άγραφο
χαρτί σαν ατενίσω,
πραγματικότητες πεζές βγάζω:
λέξη πρός λέξη.

13/9/11

Η ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ Ο ΤΡΕΛΟΣ






-Είµαι σαν εσέ, ω, Νύχτα, σκοτεινός και γυµνός·
περπατώ στο φλογοστρωµένο µονοπάτι
που είναι πάνου από τους οπτασιασµούς µου,
κι οποτεδήποτε το πόδι µου αγγίζει χώµα
µια γιγάντισσα Βαλανιδιά φυτρώνει.

-'Όχι, δεν είσαι σαν εµένα, ω, Τρελέ,
γιατί εσύ ακόµα πισωκοιτάζεις,
να δεις πόσο τρανό 'ναι τ' αχνάρι του ποδιου σου
π'αφηκες στην αµµο.

-Είµαι σαν εσέ, ω, Νύχτα, σιγηλός και βαθύς·
και στην καρδιά της µοναξιάς µου
πλαγιάζει µια Θεά, σε - γέννας µιας - κρεβάτι.
Και γι' αυτό που γεννιέται ο ουρανός αγγίζει την Κόλαση.

-'Όχι, δεν είσαι σαν εµένα, ω, Τρελέ,
γιατί εσύ φρικιάς ακόµα µπρος στον πόνο,
και το τραγούδι της άβυσσος τρόµους σου φέρνει.

-Είµαι σαν εσέ,ω, Νύχτα, άγριος και φοβερός·
γιατί στ' αφτιά µου µυρµηγκιάζουν
οι κραυγές εθνών κατακτηµένων
κι αναστενάγµατα λησµονηµένων τόπων.

-'Όχι, δεν είσαι σαν εµένα, ω, Τρελέ,
γιατί εσύ ακόµα παίρνεις τον µικρο-εαυτό σου, για σύντροφο,
και δεν µπορεις να φιλιώσεις µε τον τερατώδικο-εαυτό σου.

-Είµαι σαν εσέ, ω, Νύχτα, σκληρός κι απαίσιος'
γιατί τα στήθια µου πυρακτώνουνται
από φλεγόµενα καράβια στη θάλασσα,
και είναι µατοβαµµένα τα χείλια µου,
από αιµατα πολεµιστων σφαγµένων.

-'Όχι, δεν είσαι σαν εµένα, ω, Τρελέ'
γιατί η αποθυµιά για µια αδερφή ψυχή ακόµα σε δυναστεύει
κι εσύ δεν έχεις γίνει ακόµα αυτονόµος, για σένα.

-Είµαι σαν εσέ, ω, Νύχτα, χαρωπός κι ευτυχισµένος'
γιατί κείνος που κατοικεί στη σκιά µου
είναι τώρα µεθυσµένος µε παρθενικό κρασί, αγιοσύνης,
κι εκείνη που µε ακολουθει αµαρταίνει περίχαρα.

-'Όχι, δεν είσαι σαν εµένα, ω, Τρελέ,
γιατί η ψυχή σου διπλωµένη είναι, σ' εφτάδιπλα πέπλα,
και δεν κρατάς την καρδιά σου στο ιδιο σου το χέρι.

-Είµαι σαν εσέ, ω, Νύχτα, υποµονετικός κι όλο πάθος'
γιατί στα στήθια µου: µια χιλιάδα νεκροί εραστές,
είναι θαµµένοι - σαβανωµένοι µε φιλιά µαραµένα.

-Ναί, Τρελέ, είσαι σαν εµένα;
Είσαι σαν εµένα;
Και µπορεις εσύ να ιππέψεις την καταιγίδα σαν άτι,
και ν'αδράξεις τον κεραυνό σα σπαθί;

-Σαν εσέ, ω, Νύχτα, σαν εσέ, δυνατός κι αψηλός,
κι ο θρόνος µου είναι θεµελιωµένος πάνω σε σωρούς πεσµένων Θεων·
κι ακόµα, µπροστά µου διαβαίνουν οι µέρες
για να φιλήσουν τον ακρόγυρο του µανδύα µου,
µα ουδέποτε για ν' ατενίσουν το πρόσωπό µου.

-Είσαι σαν εµέ, παιδί της πιό σκοταδιασµένης καρδιάς µου;
Και σκέφτεσαι τις πιο ακαταδάµαστες σκέψεις µου
και µιλας τή γιγάντισσα γλώσσα µου;

-Ναι, είµαστε δίδυµα αδέρφια, ω, Νύχτα·
γιατί εσύ αποκαλύπτεις το διάστηµα
κι εγώ την ψυχή µου.

ΗΤΤΑ



'Hττα,Ήττα µου, µοναξιά µου κι ερηµιά µου·
Είσαι για µε ακριβότερη κι από θριάµβους χίλιους,
Και στην καρδιά µου γλυκύτερη, απ'του κόσµου όλη τη δόξα.

'Ηττα, 'Ηττα µου, αυτογνωσία κι αψηφισιά µου,
Ξέρω, µ' αφορµή δική σου,
πως είµαι νέος ακόµα και γοργοπόδαρος
Κι απαγίδευτος σε µαραµένες δάφνες.
Και µέσα σου βρήκα µοναξιας απάγκειο.
Και τη χαρά 'κείνου: π'αποφεύγεται και που καταφρονιέται
Ήττα,'Ηττα µου, αστραπόβολο σπαθί κι ασπίδα µου,
Στα µάτια τα δικά σου διάβασα
Πως ενθρονισµένος, θα πει σκλαβωµένος,
Και καταληπτός, ισοπεδωµένος,
Και αδραγµένος, δε σηµαίνει άλλο παρά ολοκληρωµένος
Όταν πια σαν ώριµο φρούτο, πέφτεις ανάλωµα.
Ήττα,'Ήττα µου, τολµηρέ µου σύντροφε,
Θ'ακούσεις και τα τραγούδια µου και τις κραυγές µου και τις σιωπές µου,
Εσύ κι άλλος κανένας, θα µου µιλάς για φτερουγίσµατα,
Και για θαλασσινές βιασύνες,
Και για βουνά που λαµπαδιάζουν µες στη νύχτα,
Και µόνο εσύ θα σκαρφαλώσεις, την απότοµη
και βραχόσπαρτη ψυχή µου.

Ήττα,Ήττα µου, αθάνατο θάρρος µου,
Συ κι εγώ θα γελάµε µαζί, µε την καταιγίδα,
Και θα σκάψουµε τάφους για κείνα όλα
που πεθαίνουν µέσα µας,
Και θα στεκόµαστε αποφασιστικά στον ήλιο,
Και θα είµαστε επικίνδυνοι.

Ο ΚΑΛΟΣ ΘΕΟΣ ΚΙ Ο ΚΑΚΟΣ ΘΕΟΣ


Ο Καλός Θεός κι o Κακός Θεός
- µέ διάφορον αγέρα ­
ανταµώθηκαν σε κορφή βουνου,
την πιο µεγάλη.

Ο Καλός Θεός είπε:
-Αδελφέ, Καλή σου κι 'Αγια µέρα.

Ο Κακός Θεός δεν άνοιξε στόµα, µιλιά να βγάλει.
Ο Καλός Θεός λέει:
-Στις κακές σου πάλι!
-Ποιά η Ιστορία;
-Να, είπ' ο Κακός,
γιατί συχνά µε παίρνουνε για σένα,τ'όνοµά σου,
µου δίνουν και την προς εσέ λατρεία,
κι αυτό µε κάνει να υποφέρω τρισαπελπισµένα.

Κι ο Καλός Θεός
-Μη χολοσκας για τέτοιες άρες µάρες.
Μήπως, µε τ' όνοµά σου εµένα δεν καλούν τα πλήθη;
Κι ο Κακός Θεός φεύγει
σκορπώντας χίλιες δυο κατάρες
για τη βλακεία που,
δίδυµη µε τους θνητούς, γεννήθη.

15/2/11

Ο ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ

Κάποτε, που έθαβα νεκρό, κάποιον εαυτό μου, πάλι·
κοντά μου ο νεκροθάφτης ήρθε να μου πει:
«Στ' αλήθεια απ' 'ολους που, να θάψουνε, η μοίρα εδώ έχει βγάλει,
μόνο για σένα αγάπη να 'χω νιώθω μες στα στήθια».

Και του 'πα εγώ:
«Τα λόγια σου, για με, χαρά μεγάλη, όμως
το ν' αγαπάς εμέ τι σ' εχει κάνει τάχα;» «Γιατί», ειπ' εκείνος,
«κλαίοντας φτάνουν­- κλαίοντας φεύγουν οι αλλοι.
Ενώ γελώντας - κι ερχεσαι και φεύγεις - συ μονάχα».

12/2/11

ΤΑ ΤΡΙΑ ΜΥΡΜΗΓΚΙΑ



Τρία μυρμήγκια συναπαντήθηκαν πάνω στη μύτη κάποιου που ήταν ξαπλωμένος και κοιμότανε στον ήλιο.
Κι αφού αλληλοχαιρετίστηκαν, καθένα σύμφωνα με τα έθιμα της φυλης του, στάθηκαν να κουβεντιάσουν.
Το πρώτο μυρμήγκι είπε:
«Αυτοί οι λόφοι κι οι πεδιάδες είναι οι πιο γυμνόκαρπες απ' όσες έχω δει ποτές μου.
'Έψαχνα ολημερίς για ένα - οποιοδήποτε - σποράκι και δε βρήκα τίποτα».

Κι είπε το δεύτερο μυρμήγκι:
«Κι εγώ τα ίδια, τίποτα δε βρήκα, κι έφαγα κάθε γωνιά και ξέφωτο.
Αυτή 'ναι θαρρώ, κείνη που λένε οι συμπατριώτες μου: μαλακή και κινούμενη γη που σε δαύτη τίποτα δεν ξεφυτρώνει».

Τότε, το τρίτο μυρμήγκι, σήκωσε το κεφάλι του κι είπε:
«Φίλοι μου, στεκόμαστε αυτή τη στιγμή πάνω στη μύτη του Υπερμύρμηγκα,
του πανίσχυρου κι άπειρου Μυρμηγκιού, που τό στόμα του είναι τόσο μεγάλο που εμείς να μην
μπορούμε να το δούμε, που η σκιά του ειναι τόση - σ' απεραντοσύνη -
που να μην μπορουμε να τη σχεδιαγραφήσουμε,
που η φωνή του είναι τόσο βροντερή που να μην μπορούμε να την ακούσουμε· κι είναι αυτός ο πανταχού παρόντας».

'Όταν το τρίτο μυρμήγκι μίλησε έτσι, τ' άλλα μυρμήγκια αλληλοκοιτάχτηκαν και γέλασαν.

Και την ίδια εκείνη στιγμή ο άνθρωπος κουνήθηκε στον ύπνο του, σήκωσε το χέρι του κι έξυσε τη μύτη του, και τα τρία μυρμήγκια γίνηκαν λιώμα.

1/12/10

18.ΤΑ ΔΥΟ ΚΛΟΥΒΙΑ



Στον κήπο του πατέρα μου βρίσκονται δυό κλουβιά.

της έρημος του Νινεβάχ, κλει το ένα, ένα λιοντάρι

που, σκλάβοι του πατέρα μου, τ' αμπάρωσαν βαριά.

στ' άλλο: στρουθί που ξέχασε του τραγουδιου τη χάρη.



Και κάθε μέρα - την αυγή - του λιονταριού, από πέρα

λέει το σπουργίτι: « Αιχμάλωτε μoυ αδελφέ, καλή σου μέρα».

....
O TΡΕΛΟΣ - Οι παραβολές και τα ποιήματά του
Μετάφραση :Στάυρος Μελισσηνός

17. ΣΤΑ ΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ



Στα μαρμαρένια, του Ναού, σκαλιά· χτες είχα δει,

στο χώρο ανάμεσο δυο αντρών, γυναίκα καθισμένη.

Με την πλευρά της όψης της - τη μια - πολύ χλωμή

και την πλευρά της όψης της - την άλλη - ξαναμμένη.

....
O TΡΕΛΟΣ - Οι παραβολές και τα ποιήματά του
Μετάφραση :Στάυρος Μελισσηνός

16.Η POΔΙΑ



Κάποτε, όταν ζούσα στην καρδιά μιας ροδιάς,
άκουσα ένα σπόρο της να λέει:
«Κάποια μέρα θα γίνω δέντρο, κι ο αγέρας θα τραγουδάει ανάμεσα στα κλώνια μου.
Ο ήλιος θα χορεύει πάνω στα φύλλα μου και θα 'μαι δυνατό δέντρο κι όμορφο,
στις εποχές όλες μέσα».

Ύστερα μίλησε ένας άλλος σπόρος κι είπε:
«'Όταν ήμουν νιός σαν κι εσένα, είχα ,κι εγώ τέτοιες απόψεις,
μα τώρα που μπορώ να μετρώ και να ζυγίζω τα πράγματα,
βλέπω ότι οι ελπίδες μου τρέφονταν του κάκου».

Κι ένας τρίτος σπόρος, μίλησε κι αυτός:
«Δε βλέπω τίποτα που να προμαντεύει, για εμάς, ένα τόσο μεγαλειώδες μέλλον».

Κι ένας τέταρτος είπε:
«Όμως τι φενάκη θα 'ταν η ζωή μας, χωρίς προοπτικές μεγαλοσύνης».

Ειπ' ένας πέμπτος:
«Γιατί να διαφωνούμε για το τι θα γίνουμε, αφού το τι είμαστε δε γροικάμε, καν».

Μα ένας έκτος απάντησε:
«Έκείνο που είμαστε, αυτό θα εξακολουθήσουμε να είμαστε».

Κι ένας έβδομος: «'Έχω τόσο ξεκάθαρη ιδέα για το καθετί πως θα γίνει' μα και να μην μπορώ να τη ντύσω με λέξεις!»

Κι απέ: ένας όγδοος μίλησε - κι ένατος και δέκατος - και σειρά από άλους, και δεν μπορούσα να βγάνω άκρη πια, από τις φωνές τους.

Κι έτσι, την ίδια εκείνη μέρα, μετακόμισα στην καρδιά μιας κυδωνιάς,
εκεί που οι σπόροι είναι λιγοστοί και δε μιλανε σχεδόν καθόλου.
....
O TΡΕΛΟΣ - Οι παραβολές και τα ποιήματά του
Μετάφραση :Στάυρος Μελισσηνός

15.Η ΑΛΛΗ ΓΛΩΣΣΑ




Τρεις μέρες, αφού 'χα γεννηθεί, κι όπως ήμουν ξαπλωμένος στη μεταξόστρωτη κούνια μου, θωρώντας με κατάπληχτη δυσαρέσκεια τα του καινούργιου κόσμου,
τριγυρνά μου,
η μητέρα μου μίλησε στην παραμάνα, λέγοντας:
«πως τα πάιει το παιδί μου;»

Κι η παραμάνα απάντησε:
«Καλά τα πάει, κυρία, το τάισα τρεις φορές·
και δεν έχω ξαναδει ποτέ άλλο μωρό τόσο μικρό νά'ναι και τόσο χαρωπό».

Κι εγώ εξοργίστηκα και φώναξα:
«Δεν ειν' αλήθεια, μητέρα·
το κρεβάτι μου ειναι σκληρό, και το γάλα του θηλασμού πικρόγευστο στο στόμα μου.
Η μυρουδιά του στήθους μου πνίγει τα ρουθούνια,
κι είμαι τρισδυστυχισμένο».

Μα η μητέρα μου δεν κατάλαβε, ούτε κι η παραμάνα·
γιατί γλώσσα μου ήταν η γλώσσα κείνου του κόσμου απ' όπου 'χα έρθει.

Και στις, είκοσι και μιά, μέρες της ζωής μου, που βαφτιζόμουνα - ο παπάς είπε στη μητέρα
μου:
«Πρέπει στ' αλήθεια να είσαστε ευτυχισμένη,
κυρία, που ο γιός σας γεννήθηκε χριστιανός».

Κι εγώ ξαφνιάστηκα - κι είπα στον παπά:
«Τότε η μάνα σου, στους ουρανούς, πρέπει να 'ναι δυστυχισμένη
που εσύ δε γεννήθηκες χριστιανός».

Μα κι ο παπάς, τα ίδια: δεν κατάλαβε τη γλώσσα μου.

Και μετά από εφτά φεγγάρια, ένας μάντης με κοίταξε μια μέρα κι είπε στη μητέρα μου:
«Ο γιός σου θα γίνει πολιτικός και μέγας αρχηγέτης».

Κι εγώ έσκουξα:
«Αυτή 'ναι ψευτοπροφητεία·
γιατί εγώ, μουσικός θα γίνω και τίποτα απ' όσα λέει».

Μα ακόμα κι αυτό τον καιρό ήταν η γλώσσα μου ακατάληπτη
- κι ήταν μεγάλη η κατάπληξή μου.

Κι ύστερα από τριάντα και τρία χρόνια, που
στο μεταξύ η μητέρα μου, κι η παραμάνα μου, κι ο παπάς, είχαν όλοι τους πεθάνει
(η σκιά του Θεού ας βρίσκεται πάνου από τα πνεύματά τους)
ο μάντης ζούσε ακόμα.

Και χτες τον συναπάντησα κοντά στην πύλη του ναου·
κι όπως μιλούσαμε μου είπε:
«Πάντα μου το 'ξερα πως θα γινόσουν μεγάλος μουσικός.
Ακόμα κι από τα γεννοφάσκια σου προφήτεψα και προείπα το μέλλον σου».

Κι εγώ τον πίστεψα
- γιατί τώρα πια έχω κι εγώ λησμoνημένη τη γλώσσα εκείνου,
τ' αλλουνού κόσμου.

....
O TΡΕΛΟΣ - Οι παραβολές και τα ποιήματά του
Μετάφραση :Στάυρος Μελισσηνός

14.Η ΝΕΑ ΗΔΟΝΗ




Χτές, τη νυχτιά, ανακάλυψα μια νέα για με ηδονή,
και καθώς τη δοκίμαζα - στη δοκιμή την πρώτη -
ορμήσανε στο σπίτι μου, και ποιός πρώτος θα μπει,
άγγελος απ' την αστροχώρα, διάολος απ' τα σκότη.

Και, για την καινουργιοφτιαγμένη μου ηδονή,
στα χέρια πιαστήκανε (τρικούβερτος καυγάς, μεγάλος σάλος).
«Είναι αμαρτία!» φώναζε γοερά ο από τ' αστέρια...
«Είναι αρετή», του αντίσκοβε το «βήχα» αμέσως ο άλλος.

....
O TΡΕΛΟΣ - Οι παραβολές και τα ποιήματά του
Μετάφραση :Στάυρος Μελισσηνός

13.ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ



Τρεις άνθρωποι συναντήθηκαν στο τραπέζι καπηλειού.Ένας υφαντής, ένας ξυλουργός, κι ο τρίτος σκαφτιάς.

Είπε ο υφαντής: «Πούλησα σήμερα ένα λεπτουφασμένο λινό για σάβανο, δυο φλουριά χρυσά.
Ας πιούμε κρασί όσο μας κάνει κέφι».
«Κι εγώ», ειπ' ο ξυλουργός, «πούλησα την καλύτερή μου κάσα. Ας φάμε κι ένα μεγαλόπρεπο ψητό, πίνοντας το κρασί μας».

«Εγώ έσκαψα ένα τάφο, μόνο», είπε ο σκαφτιάς,
«μα τ' αφεντικό μου με διπλοπλέρωσε. Ας πάρουμε και γλυκά μελωμένα».

Κι ολοβραδίς το καπηλειό δούλευε μια χαρά γιατί συχνοπαράγγελναν, πότε κρασί, πότε κρέας, πότε γλυκά. Κι ήταν γεμάτοι κέφι.

Κι ο κάπελας, τρίβοντας τα χέρια του, ήταν όλο χαμόγελα με τη γυναίκα του· μιας κι η πελατεία ξόδευε αλογάριαστα.

'Όταν έφυγαν, το φεγγάρι βρίσκονταν ψηλά κι εκείνοι ροβόλησαν, με τραγούδια και φωνές, αντάμα.

'Ο κάπελας κι η γυναίκα του στάθηκαν στην ξώπορτα της ταβέρνας και τους κοίταζαν, όπως μάκραιναν.

«'Ά! », έκανε η γυναίκα, «τι κύριοι! > Ανοιχτοχέρηδες κι ανοιχτόκαρδοι!
Να 'ταν να μας έφερναν, καθημερνά, τέτοια καλοτυχιά!
Τότες ο γιός μας δε θα 'χε ανάγκη να γένει ταβερνιάρης και να σκληροδουλεύει.
Θα μπορούσαμε να τον μορφώσουμε,
και θα μπόραγε παπάς, να γίνει».
....
O TΡΕΛΟΣ - Οι παραβολές και τα ποιήματά του Μετάφραση :Στάυρος Μελισσηνός

12.Ο ΣΟΦΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ



Κάποτε βασίλευε, στη μακρινή πόλη του Βίρανι, ένας βασιλιάς που ήταν σοφός και δυνατός συνάμα.
Και, για τη δύναμή του τον σκιάζονταν, μα για τη σοφία του τον αγαπούσαν.

Λοιπόν, στην καρδιά της πόλης υπήρχε ένα πηγάδι, που το νερό του ήταν δροσερό και κρουσταλλένιο, κι από αυτό έπιναν όλοι οι κάτοικοι, ακόμα κι ο ρήγας κι οι αυλικοί του' γιατί άλλο από αυτό δεν υπήρχε.

Μια νύχτα που κοιμόνταν ολάκαιρη η πόλη, μια μάγισσα τρύπωσε μέσα κι έχυσε εφτά σταγόνες, από παράξενο υγρό, στο πηγάδι και είπε:
«Από αυτή την ώρα όποιος από το νερό τούτο πίνει: τρελός θα γίνεται».

Τ' άλλο πρωινό όλοι οι κάτοικοι, μ' εξαίρεση το ρήγα και τον αυλάρχη του, ήπιαν από το πηγάδι και γίνηκαν τρελοί, ακριβώς σαν που 'χε προλαλήσει η μάγισσα.

Κι όλη τη μέρα εκείνη ο λαός, στα στενορύμια και στις πλατιές αγορές, δεν έκανε κι άλλο
πράμα παρά να σιγοψιθυρίζει - ένας στον άλλο - :
"Ο ρήγας είναι τρελός. Ο ρήγας μας κι ο αυλάρχης του χάσαν τα λογικά τους.
Σίγουρα δεν μπορούμε να κυβερνιόμαστε από τρελό βασιλιά.
Πρέπει να τον ξεθρονίσουμε».

Το ίδιο απόγεμα ο ρήγας διέταξε να γεμίσουν ένα χρυσό κύπελο από το πηγάδι.
Κι όταν έφεραν σ' αυτόν το νερό, ήπιε χορταστικά και το έδωσε και στον αυλάρχη του,
να πιει κι εκείνος.

Τότε στην πόλη εκείνη του Βιράνι εγίνηκε χαρά πολύ μεγάλη,

Γιατί: ρήγας κι αυλάρχης μάνι μάνι τα λογικά τους βρήκανε και πάλι ...

.... O TΡΕΛΟΣ - Οι παραβολές και τα ποιήματά του Μετάφραση :Στάυρος Μελισσηνός

11.Η ΑΛΕΠΟΥ




Κάποια αλεπού:"Θα φάμε μια καμήλα",
θωρώντας πρωί τη σκιά της, της εμίλα.
όμως του κάκου κύλησε το πρωί
χωρίς καμήλες -που έψαχνε- να βρει.

Το μεσημέρι πια σαν είδε πάλι
τη σκιά της , δεν την ηύρε...έτσι μεγάλη
και ..."βάζοντας τη μάχαιρα στη θήκη"...
"Για γεύμα μου", είπε, "αρκεί κι ένα ποντίκι".

....
O TΡΕΛΟΣ - Οι παραβολές και τα ποιήματά του
Μετάφραση :Στάυρος Μελισσηνός

30/11/10

10.ΠΟΛΕΜΟΣ



Μια νυχτιά γινόταν συμπόσιο στο παλάτι κι ήρθε κάποιος
και ρίχτηκε γονατιστός μπρος στα πόδια του πρίγκηπα,
κι όλοι οι συμποσιαστές τον κοίταζαν' κι είδαν βγαλμένο το ένα του μάτι
κι από την άδεια κόγχη του έτρεχε αίμα.

Κι ο πρίγκηπας τον ρώτησε:
«Τι σου συνέβη;».

Κι αποκρίθηκε ο ανθρωπος:
«"Αχ, πρίγκηπά μου, είμαι κλέφτης - επαγγελματίας - κι απόψε τη νύχτα,
επειδή δεν είχε φεγγαρόφωτο, καθώς πήγα να κλέψω το μαγαζί του σαράφη
κι οπως πήδηξα ένα παράθυρο, από λάθος μου, έπεσα στο μαγαζί του υφαντή,
και μέσα στο σκοτάδι χτυπώντας πάνω στον αργαλειό του: έβγαλα το μάτι μου.
Καi τώρα,πρίγκηπά μου, ζητώ δικαιοσύνη για το κακό που ο υφαντής έκανε σε
μένα».

Τότε ο πρίγκηπας έστειλε και φέραν τον υφαντή
και διέταξε να του βγάλουν το ένα του μάτι.

«"Ω, πρίγκηπά μου», είπε ο υφαντής,
« δίκαιη η προσταγή σου. Σωστό να μου βγάλουν το ένα μου μάτι.
'Όμως, αλίμονο, μου είναι απαραίτητα και τα δυό μάτια για να μπορώ να βλέπω και τις δυό όψεις του πανιού που υφαίνω.
Μα έχω ένα γείτονα, μπαλωματή, που έχει κι αυτός δυο μάτια, και που - δυο - δεν είναι απαραίτητα στο επάγγελμά του».

Τότε ο πρίγκηπας έστειλε, για τον μπαλωματή.

Κι αυτός ήρθε. Και βγάλαν το ένα από του μπαλωματη τα μάτια.

Κι η δικαιοσύνη αποδόθηκε.

....
O TΡΕΛΟΣ - Οι παραβολές και τα ποιήματά του
Μετάφραση :Στάυρος Μελισσηνός

25/11/10

09.ΟΙ ΕΦΤΑ ΕΑΥΤΟΙ





Στη σιωπηλότερη ώρα της νύχτας, καθώς έγερνα μισοκοιμάμενος,
οι εφτά εαυτοί μου κάθησαν αντάμα και, ψιθυρίζοντας, έτσι κουβέντιαζαν:

Πρώτος Εαυτός:
Εδώ, σ' αυτό τον τρελό μέσα, κατοίκησα όλα μου ετούτα τα χρόνια, χωρίς άλλο να κάνω παρά ν' ανανεώνω τον πόνο του, τη μέρα, και να ξαναπλάθω τη θλίψη του, τη νύχτα.
Δεν αντέχω πια τη μοίρα μου κι επαναστατώ, από 'δω και πέρα.

Δεύτερος Εαυτός:
Η δική σου μοίρα είναι καλύτερη από τη δική μου, αδερφέ, γιατί δικό μου γραφτό: να 'μαι ο χαρωπός εαυτός του τρελού τούτου.
Γελω με το γέλιο του και τραγουδω, τις ώρες της χαράς του και με τρισφτερωμένα πόδια χορεύω τις λαμπερόσπιθες σκέψεις του.
Εγώ θα 'πρεπε να επαναστατήσω ενάντια στην υποσταμένη μου ύπαρξη.

Τρίτος Εαυτός:
Και τι ν' ακούσετε από μένα, τον ερωτοκένταυρο εαυτό του, το πυραχτώδικο
έμβλημα των άγριων παθών και τον φανταστικών επιθυμιών;
Εγώ είμαι: ο ερωτοπλάνταχτος εαυτός του - που θα 'πρεπε να σηκώσω παντιέρα ενάντια στον τρελόν ετούτο.

Τέταρτος Εαυτός:
Εγώ, ανάμεσα σε όλους εσάς, είμαι ο πιο δυστυχισμένος, γιατί δε μου έλαχε παρά το απεχθές μίσος κι η ξεθεμελιώστρα αποστροφή.
Εγώ θα 'πρεπε, ο όμοιος με καταιγίδα εαυτός - ο γεννημένος στις μαυροσπηλιές της Κόλασης,
να 'μαι ο πρώτος διαμαρτυρόμενος, για να υπηρετήσει τον τρελόν ετούτο.

Πέμπτος Εαυτός:
Όχι, εγώ θα 'πρεπε, ο διανοούμενος εαυτός, ο εαυτός της κάθε φαντασίωσης, ο εαυτός της κάθε πείνας και δίψας, ο καταδικασμένος στην, χωρίς αναπαμό, περιπλάνηση, στο κυνηγητό άγνωρων πραγμάτων - κι αδημιούργητων πραγμάτων ακόμα' εγώ θά 'πρεπε κι όχι εσεις, να επαναστατήσω.

Έκτος Εαυτός:
Κι εγώ, ο δουλευτάρης εαυτός, ο αξιοδάκρυτος εαυτός του μόχθου που, με υπομονής χέρια και πολύπαθα μάτια, πλάθω τις μέρες σε εικόνες και δίνω στα ασχηματοποίητα στοιχεία καινούργιες κι αιώνιες μορφές - εγώ θα 'πρεπε, ο απομοναχιασμένος, να 'μαι ο επαναστάτης ενάντια στον πολυπράγμονα τρελόν ετούτο.

Έβδομος Εαυτός: Πόσο παράξενο, να θέτε εσείς όλοι να επαναστατήσετε ενάντια στον άνθρωπο αυτόν, γιατί καθένας σας κι όλοι έχετε να εκπληρώσετε προδιαγραμμένο ρόλο.
Αχ! και να μπορούσα να 'μουν ένας σαν εσάς, ένας εαυτός με προκαθορισμένη κλήρα!

Μα εγώ δεν έχω καμιά.
Είμαι ο εαυτός που τίποτα δεν κάνει, κείνος που κάθεται στο αλάλητο, στο πουθενά και στο ουδέποτε, ενόσω εσείς είσαστε απασχολημένοι με την αναδημιουργία της ζωής.

Εσείς είσαστε ή εγώ, γείτονες, που θα 'πρεπε να επαναστατήσω;

Όταν ο έβδομος εαυτός μίλησε έτσι, οι άλλοι έξη εαυτοί τον κοίταξαν με οίκτο μα, χωρίς να πουν τίποτα πια - και καθώς η νύχτα πύκνωνε - ο ένας μετά τον άλλο τράβηξαν για ύπνο τυλιγμένοι μέσα σε μια χαρούμενη εγκαρτέρηση.

Μα ο έβδομος εαυτός απόμεινε γρηγορώντας' σ' ενατενισμό του τίποτα που βρίσκεται πίσω από τα πράγματα, Ολα.

....
O TΡΕΛΟΣ - Οι παραβολές και τα ποιήματά του
Μετάφραση :Στάυρος Μελισσηνός

08.ΓΙΑ ΔΟΥΝΑΙ ΚΑΙ ΛΑΒΕΙΝ

Ζούσε κάποιος - πριν αιωνες
Που'χε κοιλάδα με βελόνες.
Και τότε - στα παλιά - μια μέρα
πάει και του λέει του Ιησού η Μητέρα:

Φίλε μου, ο γιός μου στην ερμιά
σκισμένα ρούχα πιά φοράει.
Δωσ' μου βελόνα, αν θέλεις,μια
'τι πρέπει στο ναό να πάει.

Μα εκειός βελόνα που! Με λόγια
της χτίζει «ανώγεια καί κατώγεια» ...
Λόγια! τις τρύπες να κεντήσει
το γιό στο ναό πριν προβοδήσει.

....
O TΡΕΛΟΣ - Οι παραβολές και τα ποιήματά του Μετάφραση :Στάυρος Μελισσηνός

07.ΟΙ ΔΥΟ ΕΡΗΜΙΤΕΣ



Πάνω σε μοναχικό βουνό ζούσαν δυό ερημίτες,
που λάτρευαν το Θεό, τρέφοντας αγάπη συνάμα κι ο ένας στον αλλο.

Λοιπόν, αυτοί οι δυό ερημίτες είχαν μια πηλένια κούπα' μοναδική τους περιουσία.

Κάποια μέρα, πονηρό πνεύμα τρύπωσε στα, φυλλοκάρδια του πιο γέρου ερημίτη κι εκείνος πηγαίνοντας στο νεότερο του είπε:
«Πολύ καιρό τώρα ζήσαμε μαζί.
'Ηρθε η στιγμή να χωριστούμε. Ας μοιραστούμε τα υπάρχοντά μας».

Τότε ο νεότερος ερημίτης λυπήθηκε, ωστόσο εΙπε:
«Θλίβομαι, αδελφέ, που θα μ' εγκατααλείψεις.
Μα αν πρέπει να φύγεις, κι αυτό ας γίνει»,
και φέρνοντας την πηλένια κούπα του την έδωσε λέγοντας:
«Μιας και δε γίνεται να τη μοιράσουμε, αδελφέ μου, ας μείνει δική σου».

Τότε ο γεροντότερος ερημίτης είπε:
«Έλεημοσύνη δε θα δεχτώ. Δε θα πάρω τίποτα που δε θα μου ανήκει.
Πρέπει να κοπεί στη μέση».

Κι ο νεότερός του εΙπε:
«Αν η κούπα σπάσει, σε τι θα μπορούσε πια να χρησιμέψει, σ' οποιονδήποτε από τους δυό μας; Μα αν επιμένεις σ' αυτό, ας τη ρίξουμε στον κλήρο».

Μα ο γεροντότερος ερημίτης είπε ξανά:
«Δέ ζητώ, παρά δικαιοσύνη και το μεράδι μου.
Και δε ριψοκινδυνεύω, τη δικαιοσύνη και το έχει μου, στο τυφλό ζάρι της τύχης.
Η κούπα πρέπει να κοπεί στα δύο».

Τότε ο νεότερος ερημίτης, βλέποντας το μάταιο πια κάθε συζήτησης, εΙπε:
«Αν, στ' αλήθεια, αυτή 'ναι η θέλησή σου, κι αν έτσι το ζητάς να γίνει,
μπρός:να σπάσουμε την κούπα αμέσως».

Μα το πρόσωπο του πιο γέρου ερημίτη σκοτείνιασε υπερβολικά, και ξεφώνησε:
« Ω , καταραμένε κιοτή, δε θ' ανοίξεις λοιπόν αμάχη!» ...

....
O TΡΕΛΟΣ - Οι παραβολές και τα ποιήματά του
Μετάφραση :Στάυρος Μελισσηνός

24/11/10

06.ΤΟ ΣΟΦΟ ΣΚΥΛΙ

Σοφό σκυλί, από γατιών παρέα εμπρός, διαβαίνει

κι εντυπωσιάστηκε, να δει που πρόσεχαν σε κάτι!

Στέκει και βλέπει, οι γάτοι μας, ν' ακούν προσηλωμένοι μεγάλο κι επιβλητικό, στη μέση, χοντρογάτη ...

Κι έλεγε:
«Προσευχή, αδελφοί, και πάλιν, κι επιπλέον,

μηδόλως αμφιβάλλοντες ότι εν τη πάση λέξει, εκ πλήρους πίστεως ψυχής (δι' ευλαβών χειλέων):

θέλει εισακούσει, ο ουρανός, και ποντικούς θά βρέξει».

Όταν ο σκύλος τ' άκουσε, ξεράθηκε στα γέλια.
Μόνο, τους είπε φεύγοντας, για να 'χουν κάποια ωφέλεια:

«Τυφλά κι ανόητα γατιά·
λες και δεν ειν' γραμμμένο,
λες και δεν το μαθαίνουμε - στη Βίβλο των προγόνων-
πως με ικεσίας προσευχές και πως με πίστης αίνο,
δε βρέχει ποντικούς ο θεός,
μα: κόκαλα, και μόνον».

....
O TΡΕΛΟΣ - Οι παραβολές και τα ποιήματά του
Μετάφραση :Στάυρος Μελισσηνός

Share this post